ΑΠΟ ΤΗ ΜΠΟΥΡΜΑ ΣΤΟ
ΜΙΑΝΜΑΡ
ΟΙ "ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΙ" ΣΥΝΑΝΤΟΥΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Ηρακλείου ΠΑΤΡΙΣ τον Οκτώβρη 2007
Με ολοσέλιδα δημοσιεύματα ο
τύπος έρχεται αυτές τις μέρες να θυμηθεί και να θυμίσει την ύπαρξη μιας χώρας
περίπου ξεχασμένης, που ακούει σ΄ ένα όνομα ελάχιστα γνωστό: Μιανμάρ. Κυρίως
λόγω της μετάδοσης χάρη στα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα (μεταξύ 50 εκατομμυρίων
ανθρώπων, 185.000 κινητά τηλέφωνα και 31.500 χρήστες ίντερνετ), του ξεσηκωμού του
λαού της και της βίαιης καταστολής του. Με άγνωστο μέχρι στιγμής τον αριθμό των
νεκρών, των τραυματιών, των κρατούμενων.
Πρόκειται για το δεύτερο
ξεσηκωμό του λαού της άλλοτε «εξωτικής» Μπούρμα των ευρωπαϊκών τραγουδιών του
μεσοπολέμου. Ξεκίνησε – πριν πάρει άλλες διαστάσεις χάρη στη συμμετοχή των
βουδιστών μοναχών - από τις λαϊκές διαμαρτυρίες, πριν ένα μήνα, για τον
πενταπλασιασμό της τιμής των καυσίμων
και την αύξηση ιδιαίτερα των εισιτηρίων. Αυτή τη φορά ήταν όμως ο δεύτερος,
μετά το στρατό, πυλώνας του καθεστώτος, οι βουδιστές μοναχοί, περίπου 1% του
πληθυσμού, όσοι δηλ. και οι στρατιώτες, αυτοί
που έδωσαν τον τόνο ενάντια στην «ξεχασμένη» διεθνώς τελευταία
στρατιωτική δικτατορία στη Νοτιοανατολική Ασία. Όχι όλοι οι μοναχοί, οι
μεγαλύτεροι στην ηλικία και στην ιεραρχία κατηγορούνται για στενή συνεργασία με
τους στρατηγούς, αλλά οι νεότεροι: Τάχθηκαν με το λαό και ξαναέθεσαν το αίτημα
της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Το ποιες διεργασίες οδήγησαν στην
υπονόμευση των σχέσεων του δεύτερου πυλώνα με τον πρώτο θ’ αργήσουμε να το μάθουμε. Η εξέγερση, όμως,
παρά την αιματηρή καταστολή της και την πολιορκία των μοναστηριών και
ανεξάρτητα αν και πάλι ο λαός του Μιανμάρ σιγήσει ή όχι, παραμένει
πραγματικότητα.
Είχε προηγηθεί η πρώτη λαϊκή
εξέγερση, στις 8 Αυγούστου 1988, με κορμό τους φοιτητές. Στρεφόταν ενάντια στη χούντα που είχε
εγκατασταθεί από το 1962 με συνθήματα για ένα «βιρμανέζικο δρόμο προς το
σοσιαλισμό» και προσπάθεια να εγκαθιδρύσει ένα είδος κρατικού καπιταλισμού.
Κατέληξε μ΄ ένα «Πολυτεχνείο» κι ένα λουτρό αίματος με 3.000 νεκρούς όταν, μετά
από εσωτερικό πραξικόπημα, ο «Ιωαννίδης» τους, στρατηγός Σάου Μαούνγκ κήρυξε τη
δεύτερη στρατιωτική δικτατορία εγκαθιστώντας ως κυβερνητική αρχή το SLORC, το
στρατιωτικό «Συμβούλιο αποκατάστασης του νόμου και της τάξης» και
μετονομάζοντας τη χώρα σε Μιανμάρ. Η δεύτερη χούντα χαιρέτισε με ενθουσιασμό το
νεοφιλελεύθερο οικονομικό πρότυπο, που ήδη τότε κυριαρχούσε σε ΗΠΑ και Ευρώπη.
Το ανακήρυξε δικό της κι έτσι, παρά το λουτρό αίματος, στηρίχτηκε από τους Δυτικούς
- με τον όρο ότι θα παρέδιδε στα επόμενα χρόνια τη διακυβέρνηση σε μια
δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση φίλων της Δύσης. Αυτό οδήγησε στις εκλογές του
1990 και στη συντριπτική νίκη της Εθνικής Λίγκας για τη Δημοκρατία, ενός
συνασπισμού κομμάτων κι οργανώσεων που είχαν διαμορφωθεί στους κόλπους της
προηγούμενης χούντας και κατά τη διάρκεια της εξέγερσης.
Η Αούνγκ Σαν Σούου
Κίι
Η Λίγκα είχε συγκροτηθεί
αμέσως μετά τη συντριβή της εξέγερσης, στις 27 Σεπτεμβρίου του 1988, υπό την
ηγεσία της 42χρονης τότε Αούνγκ Σαν Σούου Κίι, κόρης του «πατέρα της
ανεξαρτησίας» της Βιρμανίας, στρατηγού Αούνγκ Σαν. Απόφοιτη της Οξφόρδης,
παντρεμένη με Βρετανό πανεπιστημιακό από το 1972 και με δύο γιους, η Σούου Κίι
είχε αποκτήσει σχετικά πρόσφατα, το 1985,
διδακτορικό από το κέντρο εκπαίδευσης της πολιτικής ελίτ που προορίζεται
για τη διακυβέρνηση των πρώην βρετανικών αποικιών, της Σχολής Ανατολικών και
Αφρικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Έτυχε να έχει επιστρέψει
στη Βιρμανία παραμονές του ξεσηκωμού, μετά από πολύχρονη απουσία, επειδή η
μητέρα της ήταν ετοιμοθάνατη. Εκλέχτηκε Πρωθυπουργός σχεδόν με το 80% των ψήφων
ενώ βρισκόταν, όμως, σε κατ’ οίκον
περιορισμό, ήδη από τον Ιούλιο του 1989: Της είχε προσφερθεί η ελευθερία της με
τον όρο να εγκαταλείψει τη χώρα και η Σούου Κίι είχε αρνηθεί. Το SLORC, που
είχε ανακαλύψει ότι ο καλύτερος συνδυασμός ήταν ο οικονομικός φιλελευθερισμός
υπό τη δική του καθοδήγηση ώστε μεγάλο μέρος των κερδών να καταλήγουν εγγυημένα
στους προσωπικούς λογαριασμούς των στρατηγών, ακύρωσε τα αποτελέσματα των
εκλογών. Η Σούου Κίι παρέμεινε έγκλειστη στο σπίτι της μέχρι το 1995. Έτσι ήταν
οι γιοί της αυτοί που παρέλαβαν εκ μέρους της το Νόμπελ Ειρήνης που της
απονεμήθηκε το 1991, ενώ εκατοντάδες πολιτικοί της φίλοι στάλθηκαν με διάφορα
προσχήματα φυλακή. Το 1995 η χούντα ήρε τον κατ΄ οίκο περιορισμό της, της έκανε
όμως ταυτόχρονα καθαρό ότι αν έφευγε για να συναντήσει την οικογένεια της (δεν
τους έδιναν βίζα για να την επισκεφτούν στο Μιανμάρ) δεν υπήρχε περίπτωση να
της ξαναεπιτρέψουν την είσοδο στη χώρα. Όταν το 1997 έγινε γνωστό ότι ο άντρας
της έπασχε από καρκίνο, δεν του έδωσαν βίζα για να τη συναντήσει στο Μιανμάρ. Η
Αούνγκ Σαν Σούου Κίι αρνήθηκε και πάλι να εγκαταλείψει τη χώρα και ο άντρας της
πέθανε στο Λονδίνο δύο χρόνια αργότερα χωρίς να ξαναειδωθούν. Έχει επίσης
περισσότερο από 15 χρόνια να δει τα παιδιά της.
Η Αούνγκ Σαν Σούου Κίι
παρέμεινε ξανά σε κατ’ οίκον περιορισμό μεταξύ 2000 και 2002, οπότε μετά από
μυστικές διαπραγματεύσεις με τη χούντα υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών
αφέθηκε και πάλι ελεύθερη. Εκπρόσωπος της χούντας ανακοίνωσε ότι η απελευθέρωση
της οφείλεται στο ότι «πιστεύουμε ότι έχει οικοδομηθεί εμπιστοσύνη ανάμεσα
μας», ενώ η ίδια διακήρυξε ότι «ξεκινά μια καινούργια αυγή για τη χώρα». Ένα
χρόνο αργότερα, ένοπλοι παρακρατικοί επιτέθηκαν στην αυτοκινητοπομπή της ενώ
βρισκόταν σε περιοδεία στα βόρεια της χώρας, δολοφονώντας και τραυματίζοντας
πολλούς από τους συνοδούς της. Η ίδια διέφυγε το θάνατο την τελευταία στιγμή με
τη βοήθεια του οδηγού της, συνελήφθη όμως στην πρώτη πόλη που κατέφυγε και
κρατήθηκε για ένα τετράμηνο στις φυλακές Ινσέιν στην πρωτεύουσα Γιανγκόν. Από το Σεπτέμβριο του 2003 μέχρι σήμερα
συνεχίζει να διαβιώνει σε κατ’ οίκον
περιορισμό, παρά τη μεσολάβηση του ΟΗΕ για την απελευθέρωση της.
Αούνγκ Σαν, ο «πατέρας
της ανεξαρτησίας»
Η Αούνγκ Σαν Σούου Κίι μπορεί
να είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν της δυτικής κουλτούρας «παντρεμένης» με τη
φιλοσοφίας της μη βίας του Γκάντι, στην οποία προσχώρησε κατά τα χρόνια των
προπτυχιακών σπουδών της στην Ινδία (1960-1965), προέρχεται όμως από μια
οικογένεια με παράδοση στην πάλη ενάντια στην αποικιοκρατία.
Ο αδερφός του παππού της Μπο
Μινχ Γιαούνγκ ήταν από τους ηγέτες της ένοπλης αντίστασης του 1886 ενάντια στην
προσάρτηση της τότε Μπούρμας από τους Βρετανούς στις – βρετανικές - Ινδίες (η
χώρα μετατράπηκε σε επαρχία της Ινδίας μέχρι το 1937, που οι βρετανοί της
απένειμαν το καθεστώς της χωριστής, αυτοκυβερνούμενης βρετανικής αποικίας).
Ο πατέρας της, Αούνγκ Σαν, ως
φοιτητής νομικής στο Πανεπιστήμιο της πρωτεύουσας Ρανγκούν, μαζί με το φίλο και
συμφοιτητή του Κο Νου (τον μετέπειτα Θακίν Νου) ηγήθηκαν φοιτητικών απεργιών
και ίδρυσαν την Εθνική Ένωση Βιρμανών Φοιτητών, της οποίας ήταν και ο πρώτος
Πρόεδρος. Μεταξύ 1930 και 1939 πέρασε σε εθνικιστικές και αντιιμπεριαλιστικές
θέσεις και ίδρυσε σειρά κομμάτων με έντονο αντιβρετανικό προσανατολισμό,
οικοδομώντας μέτωπα με άλλες οργανώσεις και οργανώνοντας μια σειρά αγροτικές
απεργίες και εξεγέρσεις σ’ ολόκληρη τη
χώρα που έμειναν στην ιστορία ως «η επανάσταση του 1300» (από το έτος του
βιρμανέζικου ημερολόγιου). Πολύ λιγότερο γνωστό είναι ότι ξανασυναντήθηκε με
τον Θακίν Νου το 1939, οπότε και υπήρξαν συνιδρυτές του Κομμουνιστικού Κόμματος
της Μπούρμα, του οποίου ήταν για ένα χρόνο και ο πρώτος Γραμματέας. Το 1940
εγκατέλειψε το ΚΚ για να ιδρύσει το Λαϊκό Επαναστατικό Κόμμα, το οποίο με το
τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μετονομάστηκε σε Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Αναγκάστηκε να διαφύγει από τη
Μπούρμα το 1940, όταν ο Θακίν Νου, που τον διαδέχθηκε ως Γραμματέας του ΚΚ,
οργάνωσε εξέγερση ενάντια στους βρετανούς και στα εντάλματα σύλληψης μετά τη
συντριβή της συμπεριλήφθηκε και τ’ όνομα
του Αούνγκ Σαν. Επιχειρώντας να περάσει στις γραμμές των κινέζων κομμουνιστών, πιάστηκε από τους γιαπωνέζους -
στρατό κατοχής τμημάτων της Κίνας – και στάλθηκε στο Τόκιο. Εκεί πείστηκε να
συνεργαστεί μαζί τους ενάντια στους Άγγλους με αντάλλαγμα τη μεταπολεμική
ανεξαρτησία της Μπούρμα. Εκπαιδεύτηκε στρατιωτικά από τους Γιαπωνέζους και με
το βαθμό του συνταγματάρχη και με γιαπωνέζικη χρηματοδότηση ίδρυσε το 1941 στην
Μπανκόνγκ της – υπό γιαπωνέζικη κατοχή -
Ταϋλάνδης τον Στρατό για την Ανεξαρτησία της Μπούρμα, με τον οποίο
πολέμησε ενάντια στους βρετανούς. Το 1943 παρασημορφορήθηκε στο Τόκιο από τον
Αυτοκράτορα, ενώ τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, μετά την ανακήρυξη της Μπούρμα
από τους Γιαπωνέζους σε ανεξάρτητο κράτος, έγινε υπουργός άμυνας και ο στρατός
του μετονομάστηκε σε Εθνικό Στρατό της Μπούρμα. Τρέφοντας ήδη έντονες υποψίες
για τα μελλοντικά σχέδια των γιαπωνέζων και μπροστά στη βάρβαρη μεταχείριση του
βιρμανέζικου λαού, ήρθε μυστικά σ’ επαφή
με τους βρετανούς με τη διαμεσολάβηση της ηγεσίας του παράνομου ΚΚ της Μπούρμα,
που είχε από την αρχή προειδοποιήσει το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα για τον
κίνδυνο που αντιπροσώπευαν οι αντιαποικιοκρατικές συμμαχίες με το φασισμό.
Στις 27 Μαρτίου 1945,
ημερομηνία που γιορταζόταν επί δεκαετίες στη Βιρμανία ως «Ημέρα της Αντίστασης»
μέχρις ότου η (δεύτερη) χούντα τη μετονόμασε σε «Ημέρα των Ενόπλων Δυνάμεων», ο
Αούνγκ Σαν οδήγησε τον Εθνικό Στρατό της Μπούρμα ενάντια στους γιαπωνέζους και
βοήθησε στην ήττα της Ιαπωνίας από τους Συμμάχους στην περιοχή. Είχε προηγηθεί
τον Αύγουστο του 1944 η ίδρυση της Λαϊκής Αντιφασιστικής Λίγκας για την
Ελευθερία, μιας μετωπικής οργάνωσης στην οποία συμμετείχαν ο Εθνικός Στρατός
της Μπούρμα, οι κομμουνιστές κι οι σοσιαλιστές. Το 1946 κι ενώ οι βρετανοί
είχαν προχωρήσει στον αφοπλισμό του Εθνικού Στρατού της Μπούρμα, ο Αούνγκ Σαν
έγινε πρόεδρος της Λίγκας και ταυτόχρονα υπουργός εξωτερικών και άμυνας και
τελικά ο ουσιαστικός πρωθυπουργός της σκιώδους «κυβέρνησης» που είχε
εγκαθιδρυθεί στην Ραγκούν υπό τον Μαουντμπάντεν. Ο τελευταίος ακολούθησε
πολιτική συνδιαλλαγής μαζί του - στον αντίποδα του Τσώρτσιλ, που τον είχε χαρακτηρίσει
δημόσια «προδότη αντάρτη οπλαρχηγό».
Η ανάληψη κυβερνητικών θέσεων
από τον Αούνγκ Σαν και τους συνεργάτες του οδήγησε στην αποχώρηση των
κομμουνιστών από τη Λίγκα. Με αίτημα την ανεξαρτησία της Μπούρμα το ΚΚ ξεκίνησε
αντάρτικο στη ζούγκλα (οι περίφημοι «τρομοκράτες της Μπούρμα», πανταχού
παρόντες στην αγγλική λογοτεχνία της εποχής), ενώ ο Αούνγκ Σαν βρέθηκε
επικεφαλής των εθνικιστών και των σοσιαλιστών στις διαπραγματεύσεις με τη
βρετανική κυβέρνηση. Στις 27 Ιανουαρίου 1947 ο Αούνγκ Σαν υπέγραψε με το
βρετανό πρωθυπουργό Άτλι στο Λονδίνο
συμφωνία για την ανεξαρτησία της Μπούρμα μετά από ένα χρόνο. Τον Απρίλιο, στις
πρώτες εκλογές, η Λίγκα κέρδισε την πλειοψηφία των βουλευτών στη νέα,
μεταβατική Βουλή. Στις 26 Ιουλίου ο Αούνγκ Σαν δολοφονήθηκε από ομάδα
παρακρατικών μαζί με 6 από τους «υπουργούς» του ενώ συνεδρίαζαν. Ως υποκινητής
της δολοφονίας του δικάστηκε κι εκτελέστηκε ένας από τους εσωκομματικούς του
αντιπάλους. Ωστόσο το 1997, στα 50χρονα από το θάνατο του, το BBC με
ντοκιμαντέρ του βασισμένο στα βρετανικά ιστορικά αρχεία υποστήριξε ότι
οργανωτές της δολοφονίας του ήταν οι βρετανοί.
Στο θάνατο του πατέρα της η
Αούνγκ Σαν Σούου Κίι ήταν μόλις δύο χρονών. Η μητέρα της αναμίχθηκε ενεργά στην
πολιτική με τους σοσιαλιστές και από το 1960 μέχρι το 1962, οπότε την έπαυσε η
(πρώτη) χούντα, ήταν πρέσβειρα της Βιρμανίας στην Ινδία. Μέχρι και το 1990 ο
Αούνγκ Σαν σηματοδοτούσε και επίσημα την πάλη για την ανεξαρτησία της
Βιρμανίας. Όταν στην εξέγερση του 1988 οι φοιτητές κατέβηκαν με φωτογραφίες του
στις διαδηλώσεις, η (δεύτερη) χούντα τύπωσε νέα χαρτονομίσματα, καθώς τα μέχρι
τότε έφεραν πάνω τους τη μορφή του.
Αθήνα, δεκαετία του ’90: Το μακρύ μάτι
των business
Ανακάλυψα προσωπικά το Μιανμάρ
όταν μεταξύ 1993 και 1995 δραστηριοποιήθηκα στο πλαίσιο της «Ομάδας Γυναικών»
της Διεθνούς Αμνηστίας. Στην ομάδα εκτός από την οικονομική μας υπεύθυνο κι
εμένα, οι υπόλοιπες ήταν κάτω από τα τριάντα, νεαρές εργαζόμενες και δύο
φοιτήτριες. Η Ομάδα Γυναικών της Αθήνας είχε, μεταξύ άλλων, «υιοθετήσει» και
μια πολιτική κρατούμενη (ή «κρατούμενη συνείδησης», όπως προτιμά να τους
αποκαλεί η Διεθνής Αμνηστία) από το Μιανμάρ, μια νεαρή γιατρό που το 1990 στα
29 της, μετά τη δραστηριοποίηση της για τις εκλογές στο πλαίσιο της Λίγκας,
είχε καταδικαστεί σε 20 χρόνια φυλακή. Η κρατούμενη «μας», δε θυμάμαι πια τ΄
όνομα της, είχε επιπλέον αρρωστήσει με
φυματίωση χάρη στις άθλιες συνθήκες της φυλακής. Την είχαμε αναλάβει κατ’ αποκλειστικότητα μαζί με άλλες τρεις ομάδες
της Διεθνούς Αμνηστίας από τρεις χώρες εκτός Ευρώπης, και κάναμε κυρίως αυτό
που γίνεται σ΄ αυτές τις περιπτώσεις: Βομβαρδίζαμε με επιστολές με τις οποίες
ζητούσαμε την απελευθέρωση της περίπου 50 διευθύνσεις, με τις οποίες μας είχαν
προμηθεύσει τα κεντρικά της Αμνηστίας στο Λονδίνο. Σ΄ αυτές τις διευθύνσεις
συμπεριλαμβάνονταν οι ανώτερες κρατικές, δικαστικές, σωφρονιστικές και βέβαια
στρατιωτικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων και των στρατηγών του Συμβούλιου
Αποκατάστασης του Νόμου και της Τάξης. Κατά καιρούς στέλναμε και υπογραφές που
συγκεντρώναμε, τα περισσότερα γράμματα όμως ήταν με τα δικά μας ονόματα και
διευθύνσεις.
Την εποχή εκείνη είχαν αρχίσει
να χτίζονται από πολυεθνικές, αποψιλώνοντας περιοχές μέσα στη ζούγκλα, τα
τεράστια ξενοδοχεία 5 αστέρων με τα οποία το καθεστώς θα επιχειρούσε στη
συνέχεια, κυρίως μετά το 2000, να καταστήσει το Μιανμάρ κάποιου είδους
τουριστικό προορισμό. Τα ξενοδοχεία χτίζονταν κατά κύριο λόγο με την
αναγκαστική εργασία αντρών, γυναικών και παιδιών από μειονοτικές φυλές που ο
στρατός άρπαζε από τα χωριά τους, τα οποία στη συνέχεια κατέστρεφε: Οι
πληροφορίες που κατά (πολύ αραιά) διαστήματα έφθαναν από το Λονδίνο έλεγαν ότι
ένας απροσδιόριστος αριθμός, ίσως και χιλιάδες, είχαν αφήσει τα κόκαλα τους
χτίζοντας τα. [Στο διάστημα των δέκα τελευταίων χρόνων υπολογίζεται ότι ο
στρατός έχει ισοπεδώσει για διάφορους λόγους περίπου 3.000 χωριά, δηλαδή σχεδόν
ένα χωριό την ημέρα.] Θυμάμαι ότι
αστειευόμασταν μεταξύ μας ότι εμείς ποτέ δεν πρόκειται να βρεθούμε ως
τουρίστριες στο Μιανμάρ: Όχι μόνο επειδή δεν είχαμε την οικονομική δυνατότητα
(ένα ταξίδι τότε εκεί ήταν ακόμα πανάκριβο), όχι μόνο επειδή ξέραμε με τι τρόπο
χτίζονταν αυτά τα ξενοδοχεία, αλλά κι επειδή τα ονόματα μας θα βρίσκονται σε
μαύρη λίστα στα σημεία εισόδου της χώρας... Ωστόσο η πραγματικότητα του Μιανμάρ,
μιας χώρας που δεν είχε ούτε διπλωματική εκπροσώπηση στην Ελλάδα, και σε μας
φαινόταν να πέφτει πολύ μακριά απ’ τη
χώρα μας.
Δεν είναι εύκολο να συνεχίσεις
να κάνεις μια τέτοια επίμονη δουλειά για μια συγκεκριμένη κρατούμενη για χρόνια, όταν χρόνος μπαίνει χρόνος
βγαίνει δε βλέπεις κανένα αποτέλεσμα, για την ίδια έχεις μόνο λίγα βιογραφικά
στοιχεία και μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, τα νέα από την κράτηση της είναι σχεδόν
ανύπαρκτα (νομίζω ότι στο διάστημα αυτών των τριών χρόνων μας ενημέρωσαν δύο ή
τρεις φορές γι΄ αυτήν από το Λονδίνο, κάθε φορά ότι είναι βαρύτερα άρρωστη) κι
επιπλέον σχεδόν κανείς δεν έχει ακούσει τη χώρα της ή ξέρει ή ενδιαφέρεται για
την εκεί κατάσταση. Ακόμα και από μεριάς Διεθνούς Αμνηστίας οι τρέχουσες
ανακοινώσεις για το Μιανμάρ ήταν σποραδικές και βασικό υλικό αναφοράς μας για
την εκεί κατάσταση παρέμενε ένα πληροφοριακό φυλλάδιο στ΄ αγγλικά που είχε
εκδοθεί νομίζω το 1989 ή το 1990, μετά το λουτρό αίματος του 1988. Κατά καιρούς
επιχειρούσαμε λοιπόν να κάνουμε κάτι έξω από το συνηθισμένο, όχι μόνο στο
πλαίσιο της καμπάνιας, αλλά και για να
ζωντανέψουμε το δικό μας ηθικό.
Θυμάμαι ότι είχα φέρει σε μια
συνάντηση της ομάδας τον Γιάννη
Διακογιάννη για μια αυτοσχέδια αλλά πολύ ουσιαστική ενημέρωση: Aρχές της δεκαετίας του ’90, σε μια απ’ αυτές τις αποστολές με τις οποίες χρέωνε ο
ίδιος τον εαυτό του και χρηματοδοτούσε επίσης ο ίδιος φορτώνοντας μια φορά το
χρόνο την πιστωτική του κάρτα και περνώντας τον υπόλοιπο χρόνο προσπαθώντας να
την ξεχρεώσει, ο Γιάννης είχε βρεθεί και στο Μιανμάρ και είχε κατορθώσει να
πάρει άδεια και να περάσει μισή μέρα στον κήπο του σπιτιού της παρέα με την
Αούγκ Σαν Σούου Κίι σε κάτι πολύ περισσότερο από μια δημοσιογραφική συνέντευξη.
Νομίζω ότι ήταν μετά απ’ αυτή την
αξιοσημείωτη, πραγματικά, συνάντηση με τον Γιάννη που αποφασίσαμε να κάνουμε
μια (μικρή, στο μέτρο των δυνατοτήτων της ομάδας, καμιά δεκαριά άνθρωποι
ήμασταν όλες-όλες) συγκέντρωση ενημέρωσης για το Μιανμάρ και τη δική μας
κρατούμενη, με στόχο όχι μόνο να ευαισθητοποιήσουμε αλλά και να μαζέψουμε
υπογραφές και χρήματα για τα γραμματόσημα των επιστολών μας, που ήταν και το
βασικό έξοδο της ομάδας.
Η συγκέντρωση, σ’ ένα μπαράκι στα Εξάρχεια, είχε απροσδόκητη
επιτυχία. Αν κι η δημοσιότητα που είχε δοθεί ήταν υποτυπώδης, συγκεντρώθηκαν
περισσότεροι από 100 άνθρωποι. Μίλησα ενημερωτικά κι απάντησα σ΄ ερωτήσεις
ανθρώπων που ήταν ολοφάνερο ότι οι περισσότεροι δεν είχαν ακούσει ποτέ μέχρι
τότε το όνομα Μιανμάρ. Εξαίρεση μια παρέα σαραντάρηδων, που από τη μπάρα έκαναν
λίγο αφ’ υψηλού ερωτήσεις, που πρόδιδαν όμως γνώση της κατάστασης και της
χώρας. Όταν η συζήτηση διαλύθηκε σε «πηγαδάκια» και βγήκαν τα χαρτιά για τις
υπογραφές και ο «δίσκος», ήταν σχεδόν οι μόνοι που μισοφιλικά-μισοειρωνικά
αρνήθηκαν να συνεισφέρουν οτιδήποτε. Και στην προσωπική κουβέντα πάνω μας
ενημέρωσαν ότι έχουν ταξιδέψει κάμποσες φορές στο Μιανμάρ, καθώς συνεργάζονται
σε διάφορα εκεί οικονομικά πρότζεκτ…
Οικονομία και
πολιτική
Ο πολυεθνικός λαός του Μιανμάρ
[68% Βιρμανέζοι, 9% Σαν, 7% Κάρεν, 4% Ρακίν, 3% Κινέζοι, 2% Ινδοί, 2% Μον και
5% διάφορες άλλες εθνότητες] έχει σήμερα μέση ηλικία μόλις τα 27,5 χρόνια και
μάξιμουμ προσδόκιμο ζωής τα 62,5 – η 62χρονη, δηλ., σήμερα Αούνγκ Σαν Σούου Κίι
θεωρητικά βρίσκεται κοντά στο τέλος της ζωής της: Η διάρροια (βρεφική
θνησιμότητα 51 τοις χιλίοις), ο τυφοειδής πυρετός, η ηπατίτιδα Α και η μαλάρια
μαστίζουν ολόκληρες περιοχές και οι φορείς του AIDS ξεπερνούν τις 400.000. Μετά
την επίθεση στην αυτοκινητοπομπή της Αούνγκ Σαν Σούου Κίι το 2003 ο ΟΗΕ επέβαλε
οικονομικές κυρώσεις, οι οποίες δεν έχουν οδηγήσει πουθενά. Μ΄ ένα μέσο κατά
κεφαλή ετήσιο εισόδημα το 2006 1800 δολαρίων, ο μισός πληθυσμός ζεί γύρω ή κάτω
από 1 δολάριο τη μέρα. Το μισό ετήσιο ΑΕΠ
προέρχεται από τη γεωργία, που απασχολεί με μισοφεουδαρχικές σχέσεις το
70% του εργατικού δυναμικού, το 35% από
τον τομέα των υπηρεσιών, σχεδόν αποκλειστικά στις μεγάλες πόλεις [εξαίρεση
μέρος του τουρισμού] όπου και απασχολείται το 23% των εργαζομένων και το 15%
από τη βιομηχανία, όπου απασχολείται το 7%. Οι παραγωγικότεροι τομείς είναι οι
βιομηχανίες εξόρυξης, ιδιαίτερα φυσικού αερίου και πετρελαίου, τα ορυχεία και η κοπή ξυλείας από τα παρθένα
δάση, η οποία έχει οδηγήσει σε σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα. Τόσο οι
εξαγωγές της χώρας, αξίας 3,5 δις δολαρίων το 2006, όσο και οι εισαγωγές της,
περίπου 2 δις δολαρίων, θεωρούνται εξαιρετικά υποεκτιμημένες, καθώς σ’ αυτές δεν συμπεριλαμβάνεται το ευρείας
έκτασης λαθρεμπόριο από και προς τα σύνορα με την Ταϋλάνδη, την Κίνα, την Μαλαισία,
την Ινδία και το Μπαγκλαντές, που βασίζεται και στ’ ότι οι παραμεθόριες φυλές ζουν και από τις
δύο πλευρές των συνόρων. Η ύπαρξη μεγάλων προσφυγικών πληθυσμών από το Μιανμάρ,
διωγμένων από τη βία του καθεστώτος (περισσότερο από μισό εκατομμύριο οι εσωτερικά
και εξωτερικά εκτοπισμένοι πληθυσμοί), στις παραμεθόριες περιοχές όλων των
γειτόνων του, συμπεριλαμβανομένης και της Κίνας, αποτελεί επίσης «φυσική» βάση
για το λαθρεμπόριο. Κύριοι εξαγωγικοί εταίροι – το Μιανμάρ εξάγει φυσικό αέριο,
προϊόντα ξυλείας, αγροτικά προϊόντα, ψάρια, ρουχισμό, νεφρίτη και πολύτιμες
πέτρες – η Ταϊλάνδη (49%), η Ινδία (12,8%), η Κίνα (5,3%) και η Ιαπωνία (5,2%)
σύμφωνα με τα στοιχεία του 2006. Κύριοι εισαγωγικοί εταίροι κυρίως για
υφάσματα, προϊόντα πετρελαίου, λιπάσματα, μηχανήματα, μέσα μεταφοράς, υλικά
οικοδομών, αργό πετρέλαιο και τρόφιμα η Κίνα (34,6%), η Ταϊλάνδη (21,8%), η
Σιγκαπούρη (16,2%), η Μαλαισία (4,7%) και η Νότιος Κορέα (4,3%). Με μια γοργά
αναπτυσσόμενη παραγωγή, που το 2005 έφτανε τους 380 τόνους, το Μιανμάρ είναι ο
δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός συνθετικών οπιούχων ναρκωτικών στον κόσμο, ενώ
αποτελεί χώρα-πηγή για το λαθρεμπόριο αντρών, γυναικών και παιδιών που
κατευθύνεται προς τις χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ασίας για την
προμήθεια υπηρετριών, πορνών και εξαναγκαστικής εργασίας (σκλάβων-εργατών) στα
χωράφια και τις βιοτεχνίες τους.
Μετά το 2000 και την ανακάλυψη
των ευρύτατων κοιτασμάτων φυσικού αερίου, η Κίνα και η Ινδία άρχισαν το μεταξύ
τους ανταγωνισμό για το ρόλο του πλέον ευνοούμενου οικονομικού εταίρου, με την
Κίνα στην πρώτη θέση αλλά και την Ινδία να προωθεί ταχύτατα τις θέσεις της.
Ταυτόχρονα δεν είναι μόνο η πανίσχυρη και γοργά αναπτυσσόμενη καπιταλιστική
οικονομία και των δύο που υπαγορεύει την πολιτική τους απέναντι στη χούντα του
Μιανμάρ. Θέματα ασφάλειας και για τις δύο μετρούν επίσης για τη στάση τους: Η
Κίνα, η οποία στεγάζει στο έδαφος της και πρόσφυγες διωγμένους από το
Μιανμάρ, δεν επιθυμεί αστάθεια στα
σύνορα της, ενώ η Ινδία επιδιώκει τη συνεργασία με τη χούντα για να παρεμποδίσει
το αποσχιστικό κίνημα του Ναγκαλάντ, με κυριότερη δύναμη το ένοπλο Ενιαίο
Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο του Ασάμ, να περνούν τα σύνορα καταφεύγοντας στα
πολύ δύσκολης πρόσβασης βιρμανέζικα υψίπεδα. Αλλά και ο κυριότερος εξαγωγικός
εταίρος του Μιανμάρ, η Ταϊλάνδη, στηρίζεται στη χούντα για τον περιορισμό του
αντάρτικου των Κάρεν και από τις δύο πλευρές των συνόρων. Από την άλλη πλευρά
οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. βλέπουν το δεύτερο λαϊκό ξεσηκωμό του Μιανμάρ ως ευκαιρία για να στριμώξουν πολιτικά την
Κίνα, που μπροστά και στους Ολυμπιακούς
αγώνες του 2008 προβάλλει ασυνήθιστα ευπρόσβλητη.
Σήμερα η ιστορία συναντιέται
για άλλη μια φορά με τους «ξεχασμένους». Γίνεται φανερό ότι επαφίεται σ’ όλους εμάς ν΄ αναπτύξουμε την αλληλεγγύη μας,
να μην αφήσουμε να ξεχαστεί ξανά ένας λαός που αγωνίστηκε σκληρά κι έχυσε πολύ
αίμα για ν΄ αποτινάξει τον
αποικιοκρατικό ζυγό, μόνο για να ξεχαστεί και η ύπαρξη του ακόμα κάτω
από τους ντόπιους δυνάστες του.
Οι ξεχασμένοι συναντούν και πάλι την ιστορία, από τη Μπούρμα στο Μιανμάρ (10.2007)
Reviewed by Νάντια Βαλαβάνη
on
4:46:00 μ.μ.
Rating: