Ομιλία στην εκδήλωση τιμής για τη Μαρία Καραγιώργη του Δήμου Βόλου και των Δήμων των τόπων εξορίας της
Βόλος, 19.03.2008
[Η ομιλία έγινε παρουσία της Μαρίας Καραγιώργη]
[Η ομιλία έγινε παρουσία της Μαρίας Καραγιώργη]
Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Αισθάνομαι μεγάλη τιμή που μου ζητήθηκε να είμαι απόψε η ομιλήτρια στην εκδήλωση του Δήμου Βόλου την αφιερωμένη στη Μαρία Καραγιώργη. Κι αυτό κάθε άλλο το λέω παρά τυπικά. Γιατί οι σχέσεις μου μ΄ αυτό που η Μαρία Καραγιώργη αντιπροσωπεύει δεν είναι τυπικές.
Σαν αποτέλεσμα των πολυκύμαντων περιπετειών του κομμουνιστικού κι εργατικού κινήματος στην πατρίδα μας, και ιδιαίτερα της διάσπασης του 40 χρόνια πριν, όταν ήμουνα ακόμα μαθήτρια της Β’ Γυμνασίου, η Μαρία δε συμπεριλαμβανόταν στον κύκλο των μεγαλύτερων σε ηλικία αγωνιστριών με τις οποίες ήρθε σ’ επαφή σημαντικό τμήμα της δικής μου γενιάς, αυτό που στις συνθήκες της χούντας και πολύ περισσότερο αμέσως μετά συνδέθηκε με την ΚΝΕ - στην παράνομη δράση των τελευταίων χρόνων της δικτατορίας, στη Γενική Ασφάλεια της οδού Μεσογείων πριν αλλά ιδιαίτερα μετά το Φλεβάρη του 1974 και από αρχές Ιουλίου και μέχρι την κατάρρευση της χούντας στις Φυλακές Κορυδαλλού. Για τις αγωνίστριες της αντιμεταξικής και αντιφασιστικής πάλης, της εθνικής αντίστασης και του εμφύλιου που μετά τη διάσπαση βρέθηκαν στην άλλη μεριά της διαχωριστικής γραμμής που δημιουργήθηκε ή, όπως η Μαρία, αρνήθηκαν να επιλέξουν όχθη, τρέφαμε πάντα σεβασμό για ό,τι είχαν προσφέρει στα νιάτα τους στο κίνημα και στον τόπο, η γνώση μας όμως περιοριζόταν λίγο-πολύ στα ονόματα τους. Το όνομα της Μαρίας, για παράδειγμα, σηματοδοτούσε μάλλον τη γυναίκα του Καραγιώργη και κατά δεύτερο λόγο τη βουλευτίνα της προδικτατορικής ΕΔΑ, παρά την αυθύπαρκτη συμμετοχή της στην πρώτη γραμμή σε όλα τα μέτωπα των μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών αγώνων που δόθηκαν στη χώρα μας με αφετηρία το αντιδικτατορικό κίνημα του 1936.
Όταν με τη μεταπολίτευση, πάλι, το κίνημα των τελευταίων χρόνων της δικτατορίας δεν κατόρθωσε να τ’ αλλάξει ριζικά όλα, την κοινωνία και τη ζωή μας, όπως επιδιώκαμε, οδήγησε ωστόσο στον εκσυγχρονισμό της χώρας με τον τερματισμό του ανώμαλου εμφυλιοπολεμικού καθεστώτος, τα μάτια τα δικά μας ποτέ δεν ξαναγύρισαν πίσω: Έμειναν καρφωμένα στο παρόν και στο μέλλον. Το 1974 τους λογαριασμούς της δικής μου γενιάς με το παρελθόν θεωρούσαμε ότι τους είχε κλείσει αυτή η μικρή φράση στο καταστατικό της ΚΝΕ που ανάφερε ότι ήμασταν κληρονόμοι «των καλύτερων παραδόσεων» του κινήματος. Πριν λίγους μήνες ανακάλυψα την ίδια ακριβώς φράση και στο πολύ πιο πρόσφατο καταστατικό της Νεολαίας του ΣΥΝ! Λες και τόσο εύκολα μοιράζεται – ανάμεσα στις καλύτερες και χειρότερες παραδόσεις, ανάμεσα στη μια και στην άλλη όχθη ή, με τη σημερινή πλέον ματιά μας, ανάμεσα στις τόσες όχθες της ιστορικής αριστεράς - κληρονομιά τόσο πολύπλοκη… Ή λες και είναι τόσο εύκολο να χαράξει κανείς καινούργιους δρόμους, έχοντας τόσους πρόσφατους ακόμα τότε – τότε που ο εμφύλιος βρισκόταν πολύ πιο κοντά στη δική μου γενιά απ’ ότι είναι στις σημερινές γενιές η δικτατορία - λογαριασμούς ανοιχτούς από το παρελθόν… Λογαριασμούς που από ιστορική άποψη παραμένουν ανοιχτοί ακόμα.
Κι έτσι με αυτό που αντιπροσωπεύει η Μαρία Καραγιάννη γνωρίστηκα όχι στα νιάτα μου, όπως κανονικά θα έπρεπε, αλλά πολύ αργότερα. Και όχι μέσα απ’ τους «φυσικούς» δρόμους του κινήματος και της πάλης, αλλά μέσω του δημοσιογράφου Γιάννη Διακογιάννη. Που ανακάλυψε τη Μαρία κάποια στιγμή της τόσο δύσκολης δεκαετίας του ’90, της δεκαετίας της κρίσης των δρόμων αντίστασης και πάλης, της αποσάθρωσης του συλλογικού, της θριαμβευτικής προέλασης των πιο επιθετικών ιδεών του νεοφιλελευθερισμού, της υποχώρησης και αφομοίωσης μεγάλου τμήματος της πολιτικής και προπαντός της κοινωνικής αριστεράς σ΄ ότι κυριαρχεί. Κι ο Γιάννης, νεώτερος μου κατά λίγα χρόνια και με προέλευση εκτός της ιστορικής αριστεράς, γοητεύτηκε ανεπανόρθωτα από τη Μαρία – πολιτικά και προσωπικά. Μέσα στα επόμενα χρόνια την επισκέφτηκε στις Μηλιές κι έγραψε γι΄ αυτήν ξανά και ξανά στα ΝΕΑ: Σ’ ένα δικό του ρεπορτάζ, για παράδειγμα, πρωτοδιάβασα και πρωτοέμαθα κι εγώ, μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες άλλους αναγνώστες της εφημερίδας, για τη συνάντηση Μαρίας και Αλέξη, κατά τα «πέτρινα χρόνια», με τη Φρειδερίκη και τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο και την άρνηση της να παραδώσει προς «εθνική ηθική διαπαιδαγώγηση» στη Σχολή των Αναβρύτων το γιο του Καραγιώργη με αντίτιμο την «προετοιμασία» του για προσχώρηση στην πολιτική ελίτ («θα γίνει ηγέτης», της είχε πει η Φρειδερίκη).
Μετά από κάθε ταξίδι του στις Μηλιές ο Γιάννης μου μιλούσε με θαυμασμό για τη Μαρία Καραγιώργη. Για πολλά πράγματα, αλλά πριν απ’ όλα για τη στάση της. Γιατί σ’ αυτή την ηλικία και μετά απ’ όλες τις ήττες του κινήματος που είχε βιώσει, δεν είχε κάνει πίσω. Κι ίσως το λιγότερο ή το «ευκολότερο» ήταν τ’ ότι μέσα απ’ όλες τις ανακρίσεις και τα βασανιστήρια κατά τις συλλήψεις και κρατήσεις της είχε σταθεί αλύγιστη, δεν είχε «σπάσει» ποτέ. (Και τι ιστορία ήταν αυτή: Από την Ασφάλεια Θεσσαλονίκης του Μανιαδάκη σε ηλικία 21 ετών ως στέλεχος της ΟΚΝΕ στο πανεπιστήμιο και την πόλη, στην Κίμωλο της εξορίας της Μεταξικής δικτατορίας - μετά από δύο φοβερά χρόνια παρανομίας και τα «λευκά κελιά» των Φυλακών Αβέρωφ. Από στέλεχος της Οργάνωσης Αθήνας του ΚΚΕ, των Οργανώσεων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και πρώτη επικεφαλής της «Λεύτερης Νέας», «καπιτάν’σα» στις πόλεις και τον κάμπο της Θεσσαλίας πριν και μετά τη μάχη της σοδειάς. Και πάλι στη μάχες των Δεκεμβριανών, μάρτυρας μιας ολόκληρης ιστορικής εποχής. Κι από την ηττημένη Αθήνα στο στρατόπεδο της Λαμίας και τα ξερονήσια του εμφυλίου με αποκορύφωμα τη χαράδρα της Μακρονήσου. Για να καταλήξει στο στρατόπεδο της Γιούρας και στις Φυλακές Αβέρωφ, Αλικαρνασσού και Ωρωπού της χούντας.) Όταν τη γνώρισε όμως ο Γιάννης είχε προηγηθεί το 1989 - στην εθνική του διάσταση (συγκυβέρνηση) και βέβαια στη διεθνή - και η κατάρρευση του αξιακού εποικοδομήματος μεγάλου μέρους του κόσμου της Αριστεράς. Και φυσικά είχε προηγηθεί ό,τι ήδη είχε υποφέρει σε πολύ προσωπικό επίπεδο, πριν απ’ όλα η απώλεια του συντρόφου της με το φοβερό τρόπο που έγινε και με το φοβερό τρόπο που εκείνη τη βίωσε: Μέχρι σήμερα, μισό αιώνα μετά, έχει μείνει με κυρίαρχη την αίσθηση του συμπρωταγωνιστή μιας τραγωδίας για την οποία δεν έχει υπάρξει κάθαρση. Όταν τη γνώρισε ο Γιάννης, ήταν πια εύθραυστη σωματικά. Θυμάμαι όμως με τι θαυμασμό μου μιλούσε για τ΄ ότι παρέμενε πάντα αδάμαστη πνευματικά.
Στο πρώτο βιβλίο της η Μαρία Καραγιώργη περιγράφει πώς βρήκε ζωγραφισμένο στον τοίχο του κελιού που την πρωτοέκλεισαν, νεαρό κορίτσι το 1939 στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, «ένα πολύ καλοφτιαγμένο φέρετρο, ένα μνήμα από κάτω ανοιχτό και από πάνω μια ταφόπετρα μ΄ ένα σταυρό και την επιγραφή “ενθάδε κείται η ιδεολογία μου.” Το μαύρο χιούμορ του προκατόχου μου δε μου έκανε καθόλου κακό εκείνη τη στιγμή. Αντίθετα, μου έδειξε ακόμα πιο ζωντανά και παραστατικά το τι σημαίνει να υποκύψεις. “Όχι, φιλαράκο”, λέω μέσα μου. “Είναι πολύ όμορφη η ζωή κι εγώ την αγαπάω πάρα πολύ για να τη χώσω μέσα στο μνημούρι. Μου αρέσει και θα την κρατήσω.” Ένιωσα χαρά κι ανακούφιση μ΄ αυτή τη σκέψη. Όταν ήρθαν να με πάρουν, ήμουν έτοιμη.»
Για να καταλήξει στο τέταρτο και τελευταίο βιβλίο της, κατά τις κουβέντες μας με τον Γιάννη άγραφτο ακόμα, να συνοψίσει η ίδια αυτή τη στάση με μεγάλη απλότητα αναφερόμενη στην τελευταία, πριν το θάνατο του, συζήτηση της με τον αδερφό της Αργύρη: «Κάνοντας τελικά τον απολογισμό της ζωής μας εκείνη τη βραδιά καταλήξαμε πως καλά κάναμε έτσι που πορευτήκαμε, όχι σαν αυτοδικαίωση, αλλά με βαθύτατο αίσθημα υπαρξιακής πληρότητας. Για τίποτα δεν είχαμε να μετανιώσουμε, ότι και να μας στοίχισε αυτή η πορεία, αντίθετα σουμάροντας, να το πω έτσι, είχαμε την πλήρη ικανοποίηση για τη ζωή μας, δεν πήγε χαμένη, άξιζε που τη ζήσαμε όπως τη ζήσαμε.»
Αυτή η δύναμη της ζωής που ξεχειλίζει και κυριαρχεί κόντρα σ’ όλα ήταν κυρίαρχη όταν γνώρισα τη Μαρία Καραγιώργη και σ΄ ένα δεύτερο επίπεδο τρία χρόνια πριν, διαβάζοντας το τρίτο βιβλίο της, το Περιμένοντας την ειρήνη, και παρακολουθώντας την παρουσίαση του από ένα πάνελ, θα ΄λεγε κανένας, των παιδιών της - κυρίως αγωνιστριών της γενιάς του γιού της, κοριτσιών γεννημένων στην Κατοχή και στον Εμφύλιο -, υπό τη διεύθυνση του πολύ νεότερου τους Γιάννη Διακογιάννη. Ελπίζω να αποφύγουμε να συμβεί απόψε εδώ αυτό που έγινε τη συγκλονιστική εκείνη βραδιά στην αίθουσα της Ένωσης Συντακτών Αθηναϊκού Τύπου: Ο μόνος που παρέμεινε ψύχραιμος μέχρι το τέλος ήταν ο Γιάννης. Από κάποια στιγμή και πέρα δάκρια κυλούσαν συνεχώς από τα μάτια όλων, ομιλητριών και ακροατηρίου. [Παρ’ όλο που ένας σύντροφος της γενιάς μου, μαοϊκής προέλευσης, μου υπέδειξε μόλις το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, κατά τη διάρκεια της Πανελλαδικής Σύσκεψης του ΣΥΡΙΖΑ, ότι η Αριστερά χρειάζεται την ανόρθωση και του συναισθήματος, γιατί ακόμα κι αυτό στραπατσαρίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην πιο πρόσφατη πορεία της, η ιστορία της δείχνει ότι η Αριστερά χρειάζεται πριν απ’ όλα σκεπτόμενους ανθρώπους. Και αυτό απαιτεί να κρατάει κανείς όσο γίνεται κάποια απόσταση από τα πεδία αναφοράς του.]
Γι΄ αυτούς τους λόγους το ν΄ ανταποκριθώ σήμερα στην πρόσκληση να μιλήσω για τη Μαρία Καραγιώργη αποτελεί για μένα χρέος τιμής και απέναντι στον Γιάννη Διακογιάννη. Τον Γιάννη που πέρα από κάθε αμφιβολία θα μιλούσε απόψε από αυτό εδώ το βήμα στη θέση μου, αν δεν είχε φύγει τόσο σύντομα μετά από την παρουσίαση του Περιμένοντας την ειρήνη, στα 49 του μόλις χρόνια.
Η τετραλογία της Μαρίας Καραγιώργη γράφτηκε με διαλείμματα σε μια μεγάλη περίοδο 35 χρόνων, από το 1972 ως το 2005. Είμαστε τυχεροί που μέσα από χίλιες δυο δυσκολίες και περιπέτειες της υγείας της, κυριολεκτικά σφίγγοντας τα δόντια, κατάφερνε κάθε φορά να επιστρατεύει τις δυνάμεις που χρειάζονταν ώστε να καταφέρει να την ολοκληρώσει. Με προεξάρχοντα έναν ολοζώντανο Κώστα Γυφτοδήμο-Καραγιώργη, αποτελεί ένα γενικότερο προσκλητήριο πίσω στη ζωή, ανάμεσα μας, εκατοντάδων νεκρών του αγώνα, αντρών και γυναικών, από πολύ γνωστούς μέχρι παντελώς σε μας άγνωστους, που διασώζει από την ανωνυμία και τη λήθη με την οποία η πορεία της ιστορίας αγκαλιάζει και το μεγάλο πλήθος αυτών που τα έδωσαν όλα, μαζί και τη ζωή τους, συχνά πάνω στα πρώτα τους νιάτα. Αυτό εξάλλου αποτέλεσε και το βασικότερο κίνητρο για τη συγγραφή της, κι όχι η εξιστόρηση των προσωπικών της στιγμών. Όπως γράφει εισαγωγικά στο πρώτο της βιβλίο: «Για μας τους παλαιοκομμουνιστές ήταν αδιανόητο να λέμε τις προσωπικές μας ιστορίες κι εμπειρίες. Προσωπική ζωή άλλωστε δεν υπήρχε… Το κίνημα εξουσίαζε ολοκληρωτικά την ψυχή μας και το σώμα μας… Τι είχα να πω εγώ, ένας καλός βέβαια κομμουνιστής, αλλά σαν τις χιλιάδες άλλους που υπήρχαν; Αυτή ήταν η ψυχολογία όλων μας.» Κι αποφάσισε να επιχειρήσει μιας τέτοιας έκτασης εγχείρημα πολύ υστερότερα από τα ίδια τα ιστορικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται, μόνο όταν συνειδητοποίησε «πόσοι πολλοί λείπουν από δίπλα μας. Πόσοι ήμασταν στοιχισμένοι τότε, στη δικτατορία του Μεταξά και αργότερα στην κατοχή και στον εμφύλιο, και πόσο ήταν τώρα μεγάλο το κενό, πόσο είχαν αραιώσει οι γραμμές μας. Τώρα τρόμαξα, όχι τότε που μας σκότωναν.»
Η Μαρία Καραγιώργη έχει ένα μεγάλο συγγραφικό χάρισμα. Καταφέρνει με σημαντική τεχνική αρτιότητα να συνδέει το ιδιωτικό με το δημόσιο. Την ιστορία της οικογένειας της με την ιστορία ενός κινήματος. Τις προσωπικές αναμνήσεις με το άγγιγμα της ιστορίας με μικρό ή μεγάλο αρχικό γράμμα, με τις μεγάλες στιγμές, που συνιστούν τομές στο ιστορικό γίγνεσθαι, όσο και με την ιστορία που γράφει ο καθημερινός μόχθος των ανώνυμων εργαζόμενων, αντρών και γυναικών, και η καθημερινή, συνήθως άχαρη, πολιτική αντίσταση και πάλη. Δεν έχει αυταπάτες για τις κοινωνικές δυνάμεις και τις τάξεις που συγκρούονται σ΄ αυτή την ιστορική διαμάχη και πώς αυτό διαπερνά τη ματιά και καθορίζει τη στάση των ανθρώπων που βρίσκονται στο επίκεντρο της. Ακόμα σημαντικότερο, διαγράφει με μεγάλη διεισδυτικότητα το βηματισμό της ιστορίας ειδωμένο από τη σκοπιά αλλά και από τα αποτέλεσμα της δράσης των «κάτω». Οι «κάτω» είναι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της τετραλογίας της, το δικό της προς εκπλήρωση χρέος τιμής: «Πάνω απ’ όλα θέλω να πω για τους ταπεινούς, τους σχεδόν αγράμματους αγωνιστές που υπήρξαν σκαπανείς, ιδεολόγοι, αφοσιωμένοι στον αγώνα χωρίς να περιμένουν καμιά ανταμοιβή, αντίθετα ήξεραν τι θυσίες έπρεπε να κάνουν γι΄ αυτόν, πως στη γωνία ίσως τους περιμένει ο θάνατος, ήταν παρ’ όλα αυτά ταμένοι, αφοσιωμένοι στην ιδέα τους. Και ακόμα ήξεραν πως αν καμιά φορά το όνειρο γίνει πραγματικότητα… οι ίδιοι θα έμεναν στη γωνία έτσι [όπως ήταν] χωρίς εφόδια και ειδικές γνώσεις για την άσκηση της εξουσίας. Θα περνούσαν εξίσου άσημοι κι ανώνυμοι στο περιθώριο, όπως ανώνυμοι υπήρξαν στη ζωή, στην παρανομία, όπως ανώνυμοι υπήρξαν και στο θάνατο… Σας θυμάμαι πάντα, σύντροφοι μου. Πάντα με αγάπη και συγκίνηση. Και είναι πολλοί σαν και μένα. Γι’ αυτό θέλω να ξαναφέρω για λίγο την ύπαρξη σας στη ζωή. Για να σας γνωρίσουν και τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας. Που είναι και δικά σας παιδιά και εγγόνια, αφού οι περισσότεροι από σας φύγατε πολύ νέοι και δεν προλάβατε ν΄ αποκτήσετε δικά σας.»
«Ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων» είναι το μυαλό της Μαρίας Καραγιώργη. Και τη ματιά της, το προσωπικό της συμπέρασμα από τη βίωση της πιο μεγάλης περιόδου της νεώτερης ελληνικής ιστορίας, έρχεται να συναντήσει και να επιβεβαιώσει η ποιητική εξομολόγηση του Σεφέρη μια νυχτιά του Οκτώβρη του 1944: Σταθερά τοποθετημένος στην αντίπαλη όχθη απ’ αυτή της Μαρίας και των άλλων αγωνιστών, περιμένοντας να περάσει από μια μικρή παραθαλάσσια τυρρηνική πόλη της Ιταλίας στην Ελλάδα μαζί με την Ταξιαρχία Ρίμινι και τα εγγλέζικα στρατεύματα κι έχοντας πλήρη επίγνωση ότι μαζί τους θα φέρουν το Δεκέμβρη και τον εμφύλιο, στο πιο συγκλονιστικό ίσως απ’ όλα τα ποιήματα του, τον «Τελευταίο Σταθμό», μιλά κατ΄ αρχήν για το δικό του στρατόπεδο: «Ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες», «καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες το κλουβί του», «πόδια που θα τρέχανε κι ας είναι τόσο κουρασμένα στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους», κι όμως με την «ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων». Κείνη τη νυχτιά, στις 5 Οκτωβρίου 1944, ο Σεφέρης αναγνωρίζει στη συνέχεια ποιοι είναι οι δημιουργοί της Αντίστασης, τους θεωρεί προγραμμένους και αποκαλύπτεται μπροστά στο μεγαλείο τους:
Η Μαρία Καραγιώργη από τη δική της πλευρά με όλη τη ζωή της επιχείρησε να πραγματώσει το τμήμα που αφήνει ανολοκλήρωτο ο Σεφέρης στην καταγραφή του αντάρτικου τραγουδιού που ενσωματώνει στον «Τελευταίο σταθμό» του: «Να βγούμε στο φως, να βγούμε στο φως, / να βγούμε απ’ τη νύχτα στο φως.» Και με την τετραλογία της επιχειρεί να ρίξει φως σ’ αυτές τις ξεχασμένες ζωές. Από τα σκοτωμένα κορίτσια, από την Κούλα Ντάνου και το τραγούδι της όταν την έπαιρναν για εκτέλεση, μέχρι τη Δήμητρα Σακελλίων, από το κλαρίτικο σόι των Καραλιβαναίων, που πήρε σύσσωμο τα όπλα για τη λευτεριά, άντρες και γυναίκες, και ξεκληρίστηκε στον εμφύλιο ολόκληρο, μέχρι και το τελευταίο παιδί. Μέχρι την Ελισαβέτου από τη Σάμο, που κλεισμένη στο στρατόπεδο δεν είχε πάρει ποτέ επιταγή μέχρι τη μέρα που έλαβε μια επιταγή μ΄ ένα μικροποσό όχι ακέραιο, αλλά δεκαδικό, κι απ’ αυτό το δεκαδικό κατάλαβε ότι ήταν όλα τα χρήματα που είχε ο άντρας της και τα είχε στείλει σ΄ αυτήν, άρα τον είχαν ήδη εκτελέσει.
Η τετραλογία της Μαρίας Καραγιώργη, γραμμένη με την απόσταση και τη σοφία ενός χρόνου πανδαμάτορα αλλά όχι επιλήσμονα, καταγράφοντας ψύχραιμα, παρά τα κατά καιρούς ξεσπάσματα της, την ιστορία της Ιστορίας, τη Μεγάλη Αφήγηση, και την ιστορία των ανθρώπων που δημιούργησαν αυτή την Ιστορία, τις πολλές μικρές αφηγήσεις, συνιστά μια πολύ σημαντική ιστορική κατάθεση. Και ως τέτοια απαντά επίσης με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο στην επιχείρηση αναθεώρησης της ελληνικής ιστορίας του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, που ξεκίνησε πριν μερικά χρόνια από την ομάδα ερευνητών του Γιέιλ με προεξάρχοντα μέλη τους Καλύβα και Μαρατζίδη. .
Δεν είναι τυχαίο γιατί το διεθνές ρεύμα αναθεωρητισμού της ιστορίας του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και ό,τι ακολούθησε, στην Ελλάδα εκδηλώθηκε τόσο καθυστερημένα: Μετά από τρεις δεκαετίες ανώμαλου μετεμφυλιοπολεμικού καθεστώτος, συμπεριλαμβανόμενης και της τελευταίας χρονικά δικτατορίας στην Ευρώπη, με εκατοντάδες χιλιάδες ρημαγμένες ζωές, με τους δοσίλογους αναγνωρισμένους επίσημα κατ΄ αποκλειστικότητα ως αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης επί μια 35ετία, με τους επιζώντες αγωνιστές της να αποκαθίστανται ηθικά από μεριάς Ελληνικής Πολιτείας μόλις κατά τη δεκαετία του ’80 ενώ οι νεκροί της δεν έχουν ουσιαστικά ακόμα αποκατασταθεί, θα ήταν αδύνατο να εγερθεί συντομότερα η αμφισβήτηση των πάντων. Ήταν πολλοί ακόμα αυτοί που ζούσαν με μια αίσθηση έλλειψης δικαίωσης, αυτοί που δε διάβασαν την ιστορία σε εγχειρίδια, αλλά την έζησαν στο πετσί τους. 1.300.000 άνθρωποι οργανωμένοι στο ΕΑΜ μόνο στη Θεσσαλία, τη Στερεά, την Πελοπόννησο, τη Μακεδονία και την Ήπειρο, όπως μας υπενθυμίζει η Μαρία Καραγιώργη, χωρίς να υπολογίζονται τα μέλη των οικογενειών τους. Γι΄ αυτό και οι έλληνες αναθεωρητές της ιστορίας περίμεναν τόσο: Μέχρις ότου η βιολογική φθορά εξαλείψει ή οδηγήσει στο περιθώριο τους τότε αυτόπτες μάρτυρες, τους επιζώντες από τους τότε πρωταγωνιστές, τις γενιές της αντιμεταξικής αντίστασης, της εθνικής αντίστασης και του εμφύλιου.
Αυτά αποτελούσαν προϋποθέσεις για ν΄ αρχίσει να πλέκεται ο σύγχρονος μεγάλος ιστορικός μύθος, αυτός που εμφανίζει τους δωσίλογους ως ιδεολόγους αντικομμουνιστές και το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΚΚΕ να έχει εξαπολύσει τον πρώτο από τους τρεις γύρους του εμφύλιου ήδη από το 1943… Στόχος, να προκληθούν ρήγματα και τελικά μετατοπίσεις στη λαϊκή συλλογική ιστορική μνήμη και πολιτική συνείδηση: Από τις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα οι σύγχρονοι έλληνες αναθεωρητές της ιστορίας επιχειρούν να δημιουργήσουν μια ιστοριογραφική τράπεζα “πληροφοριών” στήριξης αυτών των απόψεων και δεν περνάει χρόνος που να μη διοργανώσουν το ένα ή άλλο συνέδριο συζήτησης τους.
Σύμπτωμα του πόσο ζωντανά είναι καταγραμμένα τα πραγματικά γεγονότα στο κύτταρο της συλλογικής ιστορικής μνήμης της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού αποτελεί το γεγονός ότι η ανταπόκριση που βρίσκουν από την ακαδημαϊκή κοινότητα των Τμημάτων Ιστορίας των Ελληνικών Δημόσιων Πανεπιστήμίων είναι μέχρι στιγμής εξαιρετικά περιορισμένη. Ωστόσο, όσο ο χρόνος περνά και η άμεση βίωση της ιστορίας φυσιολογικά εξαλείφεται και μένουν μόνο οι επιστημονικές (χωρίς ή και με εισαγωγικά) μελέτες, τ’ ότι δε θα επέλθει διάβρωση της ματιάς της ακαδημαϊκής ιστοριογραφικής έρευνας κάθε άλλο παρά είναι εξασφαλισμένο. Πριν απ’ όλα γι΄ αυτό αποτελεί βαρύτατο λάθος απέναντι στην ιστορία και στις γενιές που έρχονται η συναίνεση της κοινοβουλευτικής αριστεράς στο κάψιμο των φακέλων το 1989 στο όνομα της «συμφιλίωσης», μια θέση που επισημαίνει και η Μαρία Καραγιώργη στο τρίτο βιβλίο της. Γι΄ αυτό και η παραπέρα διερεύνηση της πραγματικής ιστορίας της Αντίστασης και του Εμφυλίου δεν πρέπει ν’ αποτελεί αντικείμενο μόνο της ακαδημαϊκής κοινότητας, αλλά και του συνόλου των κινημάτων στη σύγχρονη Ελλάδα - ξεκινώντας από το ίδιο το φοιτητικό κίνημα. Γι΄ αυτό και βιβλία όπως η τετραλογία της Μαρίας Καραγιώργη αποτελούν μια πολύτιμη, άμεσα βιωμένη κι εξαιρετικά σύνθετη αντίκρουση απόψεων που εμφανίζονται υπό το μανδύα της όψιμης ιστοριογραφικής «έρευνας» ενός, όχι τυχαία, από τα θεωρούμενα εγκυρότερα αμερικάνικα πανεπιστημιακά ιδρύματα, το οποίο και συγκαταλέγεται στην πρώτη τριάδα των ιδρυμάτων παραγωγής και αναπαραγωγής της κυβερνώσας πολιτικής ελίτ των ΗΠΑ.
Least but not last, όπως λένε και οι Αγγλοσάξωνες, ας μας πουν οι κ. Μαρατζίδης και Καλύβας τι θέση έχει, πως τοποθετείται στο ιστοριογραφικό τους σχέδιο ο γιος της Μαρίας και του Κώστα Καραγιώργη, ο μικρός Αλέξης: Προκειμένου να μην καταλήξει σε κάποια παιδούπολη της Φρειδερίκης και να μοιραστεί κατά πάσα πιθανότητα την τύχη των χιλιάδων παιδιών που πουλήθηκαν σε άτεκνα αμερικάνικα ζευγάρια, πέρασε στην παρανομία στα 4,5 του χρόνια κι εκπαιδεύτηκε να απαντάει σε άλλο όνομα σε κάθε σπίτι που τον πήγαιναν, ενώ για να τον πείσουν κάθε φορά ν΄ αλλάζει σπίτι του έλεγαν πάντα την ίδια ιστορία: Εκεί που θα πάνε, στο καινούργιο σπίτι, τον περιμένει η (κρατούμενη) μαμά του… Κι όταν τελικά πράγματι τη συνάντησε, μετά από 4,5 χρόνια, αρνήθηκε να την αναγνωρίσει με την παροιμιώδη φράση που επαναλαμβάνει ξανά και ξανά η Μαρία Καραγιώργη στην τετραλογία της: “Δεν είναι τούτη η μαμά μου, μου λέτε ψέμματα, η μαμά μου είναι νέα και όμορφη, αυτή είναι άσκημη και γριά.” Και γράφει η Καραγιώργη: «Πως τα ‘βγαλαν πέρα οι άλλες μανάδες; Πως πήγαν στο εκτελεστικό απόσπασμα; Πως άφησαν βρέφη και νήπια και τα βρήκαν ύστερα άντρες και γυναίκες; (Όσες τα βρήκαν.) Πως ξανασυνδέθηκαν μαζί τους; Ή δεν ξανασυνδέθηκαν ποτέ; Πονάει τόσο πολύ αυτό το θέμα που ποτέ δε βρήκα τη δύναμη και το θάρρος να το κουβεντιάσω ακόμα και με τις πιο στενές μου φίλες…”
Η Μαρία Καραγιώργη τραγουδά στην τετραλογία της ένα ρέκβιεμ και ταυτόχρονα ένα θριαμβικό ύμνο πριν απ’ όλα στις γυναίκες, αυτές που τα έδωσαν όλα, και πριν απ’ όλα τα παιδιά τους, στον αγώνα και έμειναν ν΄ αντιμετωπίζουν τον τρόμο με το γέλιο – κι όποιος έχει βρεθεί σε συνθήκες ανάκρισης ξέρει ότι δεν υπάρχει πιο αποτελεσματικό όπλο απ’ αυτό απέναντι στο φόβο και στην απόγνωση. Μεγάλο μέρος της τετραλογίας της είναι αφιερωμένο στη διεισδυτική περιγραφή, σύμφωνα με τα δικά της λόγια, της “εξοντωτικής πάλης ανάμεσα σ’ ένα πάνοπλο συντεταγμένο μηχανισμό του λεγόμενου Εθνικού Στρατού και σε μερικές χιλιάδες χιλιοταλαιπωρημένες γυναίκες, γριές, μεσήλικες, νέες, ακόμα και κοριτσάκια δεκαέξι, δεκαεφτά, δεκαοχτώ και είκοσι χρονών. Από τη μια τα όπλα, η δύναμη, ο πλούτος των μέσων, η εξουσία και από την άλλη γυμνά χέρια, κορμιά τσακισμένα από 3ετή και 4ετή κράτηση, πεινασμένα, παγωμένα, άρρωστα, με μερικές κοπέλες βιασμένες απ’ τους βασανιστές τους, αλλά ανάθεμα τα, με σιδερένια θέληση κι αλύγιστη δύναμη να στέκονται αντιμέτωπα σε μια άνιση πάλη. Και να βλέπεις την υλική δύναμη της εξουσίας να λυσσάει που δε μπορεί να σπάσει αυτή την αόρατη αλλά ατσάλινη ασπίδα που έχει απέναντι της.”
Για την τετραλογία της Μαρίας Καραγιώργη ισχύουν στο ακέραιο αυτά που η ίδια γράφει για ένα άλλο πολύ σημαντικό βιβλίο, τα Στρατόπεδα Γυναικών της συγκρατούμενης της ποιήτριας Βικτωρίας Θεοδώρου, 9 θαμμένα τετράδια, γραμμένα μεταξύ 1947 και 1951 στο στρατόπεδο της Χίου, στο Τρίκερι και στο Μακρονήσι: «Είναι …μια ελεγεία για τις γυναίκες. Μια συγκλονιστική καταγραφή για το πόσο αυτό το θεωρούμενο αδύναμο αλλά και λιγάκι κατώτερο πλάσμα, το γυναικείο φύλο, τι ευψυχία, τι δύναμη, τι αξιοπρέπεια, τι σιδερένια θέληση και αντοχή έχει… Ένα ευαγγέλιο γυναικείας αξιοπρέπειας, περηφάνιας, δύναμης, αντοχής, αξιοσύνης και, παράλληλα, χαράς της ζωής.»
Σ’ αυτή την «αόρατη αλλά ατσάλινη ασπίδα» που επικαλείται για τις γυναίκες των στρατοπέδων κατέφυγε κι η ίδια στη συγκλονιστική περιγραφή για την αντίδραση της όταν της έδειξαν την «Καθημερινή» που έγραφε (λάθος) ότι ο Καραγιώργης ήταν νεκρός. Όταν περίμενε ανέκφραστη να μεσημεριάσει και να ξαπλώσουν και τότε να κάνει αυτό που έκανε κάθε μεσημέρι για να απομονωθεί λίγο και να ξεκουραστεί, το σεντόνι της τέντα που τη σκέπαζε ολόκληρη. Και κάτω απ’ αυτή την τέντα χώθηκε κείνο το μεσημέρι για ν΄ αφήσει τα δάκρια της να ξεχυθούν ελεύθερα σ΄ ένα σιωπηλό ξέσπασμα, γιατί δεν ήθελε οι συγκρατούμενες της ν΄ ακούσουν τίποτα, μέχρι που πανικόβλητη συνειδητοποίησε όταν έφτανε η ώρα να σηκωθούν ότι δε μπορούσε να το ελέγξει, ότι δε μπορούσε να κάνει τα μάτια της να σταματήσουν να τρέχουν, ότι κινδύνευε οι άλλες να το καταλάβουν. Ή την άλλη συγκλονιστική περιγραφή, όταν κατεβαίνει μόνη της μια νύχτα στη θάλασσα στο Μακρονήσι και κει μέσα στο σκοτάδι και στο λυσσομανητό του αέρα και των κυμάτων που καλύπτουν κάθε ήχο αφήνεται εντελώς, χάνει κάθε έλεγχο, τα βάζει με τον εξαφανισμένο Καραγιώργη, του φωνάζει, του ζητά να της πει αν είναι ζωντανός, κι αν είναι, να της στείλει κάποιο σημάδι…
Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Η Μαρία Καραγιώργη, προσωπικά σημαδεμένη με τον πιο έντονο τρόπο από τις περιπέτειες του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα, όταν καταπιάνεται να γράψει για τη ζωή της και την ιστορία δηλώνει εισαγωγικά ότι ποτέ δεν την επηρέασε αυτό που 20χρονη κοπέλα της είχε πει ένας ασφαλίτης κατά την ανάκριση της στη Θεσσαλονίκη, ότι ο αγώνας στον οποίο έχει μπει γεννά μόνο θύματα, είναι, κατά την έκφραση του, «θυτικός» - κι αυτή η ίδια θα βγει μέσα απ’ αυτόν «ηθικόν ράκος»: «Τα πράγματα που στηρίζονται σε ιδέες ποτέ δε σβήνουν… Το πίστευα. Και η κατοπινή εξέλιξη με δικαίωσε.»
Στο πρώτο της βιβλίο η Καραγιώργη, τότε ακόμα η νεαρή Μαρία Αγριγιαννάκη, αφηγείται ένα διάλογο με τον τότε ακόμα Κώστα Γυφτοδήμο σ’ ένα καφενεδάκι στην Κίμωλο. Ο Γυφτοδήμος της ζητάει το λόγο: Είχε κι αυτή ψηφίσει τη διαγραφή του από την κομματική φράξια στους εξόριστους επειδή είχε συνάψει σχέσεις με συνεξόριστη του, κάτι αυστηρά απαγορευμένο στις ομάδες συμβίωσης των εξόριστων κομμουνιστών. Ακολουθούν αποσπάσματα από αυτό το διάλογο, τα οποία σημειώνω με ελλειπτικό τρόπο:
Γυφτοδήμος: «Και δε σου πέρασε απ’ το νου πως αυτή ακριβώς η χωρίς συζήτηση υπακοή σε μια απόφαση, αν κατ’ αρχήν είναι σωστή ή όχι, μπορεί να κάνει κακό στο ίδιο το Κόμμα, στο ίδιο το κίνημα που αφιέρωσες τη ζωή σου;»
[Η Μαρία του λέει ότι αν δεν ήξερε το απόλυτο δόσιμο του στο Κόμμα, θα θεωρούσε αυτά που άκουγε αιρετικά.]
Γυφτοδήμος: “Μα ακριβώς επειδή είμαι ολότελα δοσμένος στο κίνημα, γι’ αυτό θέλω να σκέφτομαι τι είναι καλό γι΄ αυτό και τι όχι. Γι’ αυτό και δε θέλω να παίρνω έτοιμες τις αποφάσεις από τα πάνω, αλλά να τις συζητώ και να κρίνω κι εγώ αν είναι σωστές ή όχι.”
Μαρία: «Μα γι’ αυτά είναι η Κεντρική Επιτροπή που αποφασίζει.»
Γυφτoδήμος: “Και μεις τι είμαστε; Υπάλληλοι ή εκτελεστικά όργανα; Μπήκαμε εθελοντές στον αγώνα αυτό, γιατί πιστεύουμε ότι με την ιδεολογία που υπηρετούμε θα κάνουμε καλό στον τόπο. Ούτε για καριέρα πάμε ούτε άλλες επιδιώξεις έχουμε. Θέσαμε τους εαυτούς μας απλούς στρατιώτες σε μια ιδεολογία. Όμως όταν κάνουμε μια πολιτική πράξη που έχει συνέπειες για τον τόπο πρέπει να έχουμε και την ευθύνη της, άρα πρέπει να τη συζητούμε, να την εξηγούμε, να πειθόμαστε για την ορθότητα της. Είναι έτσι ή όχι;»
Μαρία: «Το Κόμμα όμως ξέρει τι κάνει.»
Γυφτοδήμος: «Και ποιος είναι, επιτέλους, το Κόμμα; Εσύ, εγώ, ο άλλος, ο άλλος. Και γιατί εμείς δε θα πούμε αν μια απόφαση είναι σωστή ή όχι;»…
Ο Κώστας Γυφτοδήμος-Καραγιώργης το 1932 ζούσε στο Βερολίνο. Δεν ξέρω αν είχε δει τότε τη θεατρική Μάνα του Μπρεχτ, που ανέβηκε εν μέσω επιθέσεων των ναζί εκείνη την τελευταία χρονιά πριν ο ναζισμός τα σαρώσει όλα. Στη Μάνα, όμως, υπάρχει ένα τραγούδι με τίτλο «Αλλά ποιος είναι το Κόμμα;”, το οποίο μοιάζει με απόηχο αυτών που λέει στη νεαρή Μαρία Αγριγιαννάκη ο Γυφτοδήμος:
Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να γίνει συνείδηση της Ελληνικής Αριστεράς αυτά που ένας γερμανός ποιητής έγραψε το 1932, αυτά που ένας έλληνας κομμουνιστής έλεγε το 1940…
Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Η συμπολίτισσα σας Μαρία Καραγιώργη σε μια εξαιρετική περιγραφή για το Βόλο και την κατάσταση της εργατικής του τάξης κατά τις δεκαετίες της παιδικής και της εφηβικής της ηλικίας, του ’20 και του ’30, αναφέρεται μεταξύ άλλων και στην κατάσταση των σιδηροδρομικών - που την είχε βιώσει άμεσα καθώς ο πατέρα της, όντας σταθμάρχης, ήταν από τους πρώτους κομμουνιστές συνδικαλιστές στο σιδηρόδρομο στην πόλη σας. Και περιγράφει πώς κατά τη δεκαετία του ’20, πριν οικοδομηθεί το πρώτο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, οι σιδηροδρομικοί δούλευαν μέχρι τα γεράματα: Όταν σταματούσαν να δουλεύουν, δεν υπήρχε σύνταξη, δεν υπήρχε εισόδημα για να ζήσουν. Καθώς όμως από μια ηλικία και πέρα δε μπορούσαν πια να τα βγάλουν πέρα με τα όλα τα εργασιακά τους καθήκοντα, σε μια έμπρακτη επίδειξη αλληλεγγύης των γενιών οι νεότεροι σιδηροδρομικοί μοιράζονταν ανάμεσα τους ένα μέρος της δουλειάς των ηλικιακά μεγαλύτερων. Και παρατηρεί η Μαρία Καραγιώργη σχετικά με την πάλη τους για να κατοχυρώσουν σύνταξη - ανυποψίαστη ακόμα η ίδια το 1989, που γράφει αυτές τις γραμμές - «…σήμερα κοινός τόπος για κάθε εργαζόμενο».
19 χρόνια αργότερα και μεσούσης της νεοφιλελεύθερης επίθεσης, το πρωί της ίδιας μέρας που ο Βόλος αποτείει φόρο τιμής στη Μαρία Καραγιώργη, οι εργαζόμενοι του, άντρες και γυναίκες, διαδήλωναν στους δρόμους της πόλης για να περιφρουρήσουν αυτό που δεν αποτελεί πια «κοινό τόπο». Το ίδιο έγινε σήμερα το πρωί σ’ όλες τις πόλεις της χώρας και βέβαια στην Αθήνα, που κατακλύστηκε από μια εκπληκτική λαοθάλασσα. Για να συνεχιστεί η αλληλεγγύη των γενιών με τις σύγχρονες μορφές της, για να έχουν δικαίωμα σε κοινωνική ασφάλιση και περίθαλψη που να τους επιτρέπει να συνεχίσουν να ζουν με αξιοπρέπεια κι όταν δε μπορούν πια να συνεχίσουν να δουλεύουν λόγω ηλικίας ή αρρώστιας. Και να το έχουν όχι μόνο αυτοί αλλά και τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους, που με το μισό ένσημο, με γενικευμένες μορφές «επισφαλούς απασχόλησης για επισφαλή ζωή», τους προορίζουν για ένα μέλλον πίσω ολοταχώς στη βαρβαρότητα. Αλλά, όπως σημειώνει και η Μαρία Καραγιώργη με το βάθος της εμπειρίας μιας τόσο πλούσιας ζωής, τίποτα δε φοβούνται περισσότερο οι κρατούντες από τον κόσμο που βγαίνει στους δρόμους για να πάρει ο ίδιος το δίκιο του στα χέρια του.
Μαρία Καραγιώργη,
σ’ ευχαριστούμε για τη ζωή σου που μας την πρόσφερες όλη απλόχερα.
Σ΄ ευχαριστούμε γι΄ αυτό που αντιπροσωπεύεις.
Σ΄ ευχαριστούμε και για την 4τομη γραπτή, ιστορική παρακαταθήκη σου, την ξέχειλη από τη δύναμη και τη χαρά της ζωής, της αντίστασης, της πάλης, της δημιουργίας, που μας άφησες.
Σ΄ ευχαριστούμε, Μαρία.
Αισθάνομαι μεγάλη τιμή που μου ζητήθηκε να είμαι απόψε η ομιλήτρια στην εκδήλωση του Δήμου Βόλου την αφιερωμένη στη Μαρία Καραγιώργη. Κι αυτό κάθε άλλο το λέω παρά τυπικά. Γιατί οι σχέσεις μου μ΄ αυτό που η Μαρία Καραγιώργη αντιπροσωπεύει δεν είναι τυπικές.
Σαν αποτέλεσμα των πολυκύμαντων περιπετειών του κομμουνιστικού κι εργατικού κινήματος στην πατρίδα μας, και ιδιαίτερα της διάσπασης του 40 χρόνια πριν, όταν ήμουνα ακόμα μαθήτρια της Β’ Γυμνασίου, η Μαρία δε συμπεριλαμβανόταν στον κύκλο των μεγαλύτερων σε ηλικία αγωνιστριών με τις οποίες ήρθε σ’ επαφή σημαντικό τμήμα της δικής μου γενιάς, αυτό που στις συνθήκες της χούντας και πολύ περισσότερο αμέσως μετά συνδέθηκε με την ΚΝΕ - στην παράνομη δράση των τελευταίων χρόνων της δικτατορίας, στη Γενική Ασφάλεια της οδού Μεσογείων πριν αλλά ιδιαίτερα μετά το Φλεβάρη του 1974 και από αρχές Ιουλίου και μέχρι την κατάρρευση της χούντας στις Φυλακές Κορυδαλλού. Για τις αγωνίστριες της αντιμεταξικής και αντιφασιστικής πάλης, της εθνικής αντίστασης και του εμφύλιου που μετά τη διάσπαση βρέθηκαν στην άλλη μεριά της διαχωριστικής γραμμής που δημιουργήθηκε ή, όπως η Μαρία, αρνήθηκαν να επιλέξουν όχθη, τρέφαμε πάντα σεβασμό για ό,τι είχαν προσφέρει στα νιάτα τους στο κίνημα και στον τόπο, η γνώση μας όμως περιοριζόταν λίγο-πολύ στα ονόματα τους. Το όνομα της Μαρίας, για παράδειγμα, σηματοδοτούσε μάλλον τη γυναίκα του Καραγιώργη και κατά δεύτερο λόγο τη βουλευτίνα της προδικτατορικής ΕΔΑ, παρά την αυθύπαρκτη συμμετοχή της στην πρώτη γραμμή σε όλα τα μέτωπα των μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών αγώνων που δόθηκαν στη χώρα μας με αφετηρία το αντιδικτατορικό κίνημα του 1936.
Όταν με τη μεταπολίτευση, πάλι, το κίνημα των τελευταίων χρόνων της δικτατορίας δεν κατόρθωσε να τ’ αλλάξει ριζικά όλα, την κοινωνία και τη ζωή μας, όπως επιδιώκαμε, οδήγησε ωστόσο στον εκσυγχρονισμό της χώρας με τον τερματισμό του ανώμαλου εμφυλιοπολεμικού καθεστώτος, τα μάτια τα δικά μας ποτέ δεν ξαναγύρισαν πίσω: Έμειναν καρφωμένα στο παρόν και στο μέλλον. Το 1974 τους λογαριασμούς της δικής μου γενιάς με το παρελθόν θεωρούσαμε ότι τους είχε κλείσει αυτή η μικρή φράση στο καταστατικό της ΚΝΕ που ανάφερε ότι ήμασταν κληρονόμοι «των καλύτερων παραδόσεων» του κινήματος. Πριν λίγους μήνες ανακάλυψα την ίδια ακριβώς φράση και στο πολύ πιο πρόσφατο καταστατικό της Νεολαίας του ΣΥΝ! Λες και τόσο εύκολα μοιράζεται – ανάμεσα στις καλύτερες και χειρότερες παραδόσεις, ανάμεσα στη μια και στην άλλη όχθη ή, με τη σημερινή πλέον ματιά μας, ανάμεσα στις τόσες όχθες της ιστορικής αριστεράς - κληρονομιά τόσο πολύπλοκη… Ή λες και είναι τόσο εύκολο να χαράξει κανείς καινούργιους δρόμους, έχοντας τόσους πρόσφατους ακόμα τότε – τότε που ο εμφύλιος βρισκόταν πολύ πιο κοντά στη δική μου γενιά απ’ ότι είναι στις σημερινές γενιές η δικτατορία - λογαριασμούς ανοιχτούς από το παρελθόν… Λογαριασμούς που από ιστορική άποψη παραμένουν ανοιχτοί ακόμα.
Κι έτσι με αυτό που αντιπροσωπεύει η Μαρία Καραγιάννη γνωρίστηκα όχι στα νιάτα μου, όπως κανονικά θα έπρεπε, αλλά πολύ αργότερα. Και όχι μέσα απ’ τους «φυσικούς» δρόμους του κινήματος και της πάλης, αλλά μέσω του δημοσιογράφου Γιάννη Διακογιάννη. Που ανακάλυψε τη Μαρία κάποια στιγμή της τόσο δύσκολης δεκαετίας του ’90, της δεκαετίας της κρίσης των δρόμων αντίστασης και πάλης, της αποσάθρωσης του συλλογικού, της θριαμβευτικής προέλασης των πιο επιθετικών ιδεών του νεοφιλελευθερισμού, της υποχώρησης και αφομοίωσης μεγάλου τμήματος της πολιτικής και προπαντός της κοινωνικής αριστεράς σ΄ ότι κυριαρχεί. Κι ο Γιάννης, νεώτερος μου κατά λίγα χρόνια και με προέλευση εκτός της ιστορικής αριστεράς, γοητεύτηκε ανεπανόρθωτα από τη Μαρία – πολιτικά και προσωπικά. Μέσα στα επόμενα χρόνια την επισκέφτηκε στις Μηλιές κι έγραψε γι΄ αυτήν ξανά και ξανά στα ΝΕΑ: Σ’ ένα δικό του ρεπορτάζ, για παράδειγμα, πρωτοδιάβασα και πρωτοέμαθα κι εγώ, μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες άλλους αναγνώστες της εφημερίδας, για τη συνάντηση Μαρίας και Αλέξη, κατά τα «πέτρινα χρόνια», με τη Φρειδερίκη και τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο και την άρνηση της να παραδώσει προς «εθνική ηθική διαπαιδαγώγηση» στη Σχολή των Αναβρύτων το γιο του Καραγιώργη με αντίτιμο την «προετοιμασία» του για προσχώρηση στην πολιτική ελίτ («θα γίνει ηγέτης», της είχε πει η Φρειδερίκη).
Μετά από κάθε ταξίδι του στις Μηλιές ο Γιάννης μου μιλούσε με θαυμασμό για τη Μαρία Καραγιώργη. Για πολλά πράγματα, αλλά πριν απ’ όλα για τη στάση της. Γιατί σ’ αυτή την ηλικία και μετά απ’ όλες τις ήττες του κινήματος που είχε βιώσει, δεν είχε κάνει πίσω. Κι ίσως το λιγότερο ή το «ευκολότερο» ήταν τ’ ότι μέσα απ’ όλες τις ανακρίσεις και τα βασανιστήρια κατά τις συλλήψεις και κρατήσεις της είχε σταθεί αλύγιστη, δεν είχε «σπάσει» ποτέ. (Και τι ιστορία ήταν αυτή: Από την Ασφάλεια Θεσσαλονίκης του Μανιαδάκη σε ηλικία 21 ετών ως στέλεχος της ΟΚΝΕ στο πανεπιστήμιο και την πόλη, στην Κίμωλο της εξορίας της Μεταξικής δικτατορίας - μετά από δύο φοβερά χρόνια παρανομίας και τα «λευκά κελιά» των Φυλακών Αβέρωφ. Από στέλεχος της Οργάνωσης Αθήνας του ΚΚΕ, των Οργανώσεων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και πρώτη επικεφαλής της «Λεύτερης Νέας», «καπιτάν’σα» στις πόλεις και τον κάμπο της Θεσσαλίας πριν και μετά τη μάχη της σοδειάς. Και πάλι στη μάχες των Δεκεμβριανών, μάρτυρας μιας ολόκληρης ιστορικής εποχής. Κι από την ηττημένη Αθήνα στο στρατόπεδο της Λαμίας και τα ξερονήσια του εμφυλίου με αποκορύφωμα τη χαράδρα της Μακρονήσου. Για να καταλήξει στο στρατόπεδο της Γιούρας και στις Φυλακές Αβέρωφ, Αλικαρνασσού και Ωρωπού της χούντας.) Όταν τη γνώρισε όμως ο Γιάννης είχε προηγηθεί το 1989 - στην εθνική του διάσταση (συγκυβέρνηση) και βέβαια στη διεθνή - και η κατάρρευση του αξιακού εποικοδομήματος μεγάλου μέρους του κόσμου της Αριστεράς. Και φυσικά είχε προηγηθεί ό,τι ήδη είχε υποφέρει σε πολύ προσωπικό επίπεδο, πριν απ’ όλα η απώλεια του συντρόφου της με το φοβερό τρόπο που έγινε και με το φοβερό τρόπο που εκείνη τη βίωσε: Μέχρι σήμερα, μισό αιώνα μετά, έχει μείνει με κυρίαρχη την αίσθηση του συμπρωταγωνιστή μιας τραγωδίας για την οποία δεν έχει υπάρξει κάθαρση. Όταν τη γνώρισε ο Γιάννης, ήταν πια εύθραυστη σωματικά. Θυμάμαι όμως με τι θαυμασμό μου μιλούσε για τ΄ ότι παρέμενε πάντα αδάμαστη πνευματικά.
Στο πρώτο βιβλίο της η Μαρία Καραγιώργη περιγράφει πώς βρήκε ζωγραφισμένο στον τοίχο του κελιού που την πρωτοέκλεισαν, νεαρό κορίτσι το 1939 στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, «ένα πολύ καλοφτιαγμένο φέρετρο, ένα μνήμα από κάτω ανοιχτό και από πάνω μια ταφόπετρα μ΄ ένα σταυρό και την επιγραφή “ενθάδε κείται η ιδεολογία μου.” Το μαύρο χιούμορ του προκατόχου μου δε μου έκανε καθόλου κακό εκείνη τη στιγμή. Αντίθετα, μου έδειξε ακόμα πιο ζωντανά και παραστατικά το τι σημαίνει να υποκύψεις. “Όχι, φιλαράκο”, λέω μέσα μου. “Είναι πολύ όμορφη η ζωή κι εγώ την αγαπάω πάρα πολύ για να τη χώσω μέσα στο μνημούρι. Μου αρέσει και θα την κρατήσω.” Ένιωσα χαρά κι ανακούφιση μ΄ αυτή τη σκέψη. Όταν ήρθαν να με πάρουν, ήμουν έτοιμη.»
Για να καταλήξει στο τέταρτο και τελευταίο βιβλίο της, κατά τις κουβέντες μας με τον Γιάννη άγραφτο ακόμα, να συνοψίσει η ίδια αυτή τη στάση με μεγάλη απλότητα αναφερόμενη στην τελευταία, πριν το θάνατο του, συζήτηση της με τον αδερφό της Αργύρη: «Κάνοντας τελικά τον απολογισμό της ζωής μας εκείνη τη βραδιά καταλήξαμε πως καλά κάναμε έτσι που πορευτήκαμε, όχι σαν αυτοδικαίωση, αλλά με βαθύτατο αίσθημα υπαρξιακής πληρότητας. Για τίποτα δεν είχαμε να μετανιώσουμε, ότι και να μας στοίχισε αυτή η πορεία, αντίθετα σουμάροντας, να το πω έτσι, είχαμε την πλήρη ικανοποίηση για τη ζωή μας, δεν πήγε χαμένη, άξιζε που τη ζήσαμε όπως τη ζήσαμε.»
Αυτή η δύναμη της ζωής που ξεχειλίζει και κυριαρχεί κόντρα σ’ όλα ήταν κυρίαρχη όταν γνώρισα τη Μαρία Καραγιώργη και σ΄ ένα δεύτερο επίπεδο τρία χρόνια πριν, διαβάζοντας το τρίτο βιβλίο της, το Περιμένοντας την ειρήνη, και παρακολουθώντας την παρουσίαση του από ένα πάνελ, θα ΄λεγε κανένας, των παιδιών της - κυρίως αγωνιστριών της γενιάς του γιού της, κοριτσιών γεννημένων στην Κατοχή και στον Εμφύλιο -, υπό τη διεύθυνση του πολύ νεότερου τους Γιάννη Διακογιάννη. Ελπίζω να αποφύγουμε να συμβεί απόψε εδώ αυτό που έγινε τη συγκλονιστική εκείνη βραδιά στην αίθουσα της Ένωσης Συντακτών Αθηναϊκού Τύπου: Ο μόνος που παρέμεινε ψύχραιμος μέχρι το τέλος ήταν ο Γιάννης. Από κάποια στιγμή και πέρα δάκρια κυλούσαν συνεχώς από τα μάτια όλων, ομιλητριών και ακροατηρίου. [Παρ’ όλο που ένας σύντροφος της γενιάς μου, μαοϊκής προέλευσης, μου υπέδειξε μόλις το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, κατά τη διάρκεια της Πανελλαδικής Σύσκεψης του ΣΥΡΙΖΑ, ότι η Αριστερά χρειάζεται την ανόρθωση και του συναισθήματος, γιατί ακόμα κι αυτό στραπατσαρίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην πιο πρόσφατη πορεία της, η ιστορία της δείχνει ότι η Αριστερά χρειάζεται πριν απ’ όλα σκεπτόμενους ανθρώπους. Και αυτό απαιτεί να κρατάει κανείς όσο γίνεται κάποια απόσταση από τα πεδία αναφοράς του.]
Γι΄ αυτούς τους λόγους το ν΄ ανταποκριθώ σήμερα στην πρόσκληση να μιλήσω για τη Μαρία Καραγιώργη αποτελεί για μένα χρέος τιμής και απέναντι στον Γιάννη Διακογιάννη. Τον Γιάννη που πέρα από κάθε αμφιβολία θα μιλούσε απόψε από αυτό εδώ το βήμα στη θέση μου, αν δεν είχε φύγει τόσο σύντομα μετά από την παρουσίαση του Περιμένοντας την ειρήνη, στα 49 του μόλις χρόνια.
Η τετραλογία της Μαρίας Καραγιώργη γράφτηκε με διαλείμματα σε μια μεγάλη περίοδο 35 χρόνων, από το 1972 ως το 2005. Είμαστε τυχεροί που μέσα από χίλιες δυο δυσκολίες και περιπέτειες της υγείας της, κυριολεκτικά σφίγγοντας τα δόντια, κατάφερνε κάθε φορά να επιστρατεύει τις δυνάμεις που χρειάζονταν ώστε να καταφέρει να την ολοκληρώσει. Με προεξάρχοντα έναν ολοζώντανο Κώστα Γυφτοδήμο-Καραγιώργη, αποτελεί ένα γενικότερο προσκλητήριο πίσω στη ζωή, ανάμεσα μας, εκατοντάδων νεκρών του αγώνα, αντρών και γυναικών, από πολύ γνωστούς μέχρι παντελώς σε μας άγνωστους, που διασώζει από την ανωνυμία και τη λήθη με την οποία η πορεία της ιστορίας αγκαλιάζει και το μεγάλο πλήθος αυτών που τα έδωσαν όλα, μαζί και τη ζωή τους, συχνά πάνω στα πρώτα τους νιάτα. Αυτό εξάλλου αποτέλεσε και το βασικότερο κίνητρο για τη συγγραφή της, κι όχι η εξιστόρηση των προσωπικών της στιγμών. Όπως γράφει εισαγωγικά στο πρώτο της βιβλίο: «Για μας τους παλαιοκομμουνιστές ήταν αδιανόητο να λέμε τις προσωπικές μας ιστορίες κι εμπειρίες. Προσωπική ζωή άλλωστε δεν υπήρχε… Το κίνημα εξουσίαζε ολοκληρωτικά την ψυχή μας και το σώμα μας… Τι είχα να πω εγώ, ένας καλός βέβαια κομμουνιστής, αλλά σαν τις χιλιάδες άλλους που υπήρχαν; Αυτή ήταν η ψυχολογία όλων μας.» Κι αποφάσισε να επιχειρήσει μιας τέτοιας έκτασης εγχείρημα πολύ υστερότερα από τα ίδια τα ιστορικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται, μόνο όταν συνειδητοποίησε «πόσοι πολλοί λείπουν από δίπλα μας. Πόσοι ήμασταν στοιχισμένοι τότε, στη δικτατορία του Μεταξά και αργότερα στην κατοχή και στον εμφύλιο, και πόσο ήταν τώρα μεγάλο το κενό, πόσο είχαν αραιώσει οι γραμμές μας. Τώρα τρόμαξα, όχι τότε που μας σκότωναν.»
Η Μαρία Καραγιώργη έχει ένα μεγάλο συγγραφικό χάρισμα. Καταφέρνει με σημαντική τεχνική αρτιότητα να συνδέει το ιδιωτικό με το δημόσιο. Την ιστορία της οικογένειας της με την ιστορία ενός κινήματος. Τις προσωπικές αναμνήσεις με το άγγιγμα της ιστορίας με μικρό ή μεγάλο αρχικό γράμμα, με τις μεγάλες στιγμές, που συνιστούν τομές στο ιστορικό γίγνεσθαι, όσο και με την ιστορία που γράφει ο καθημερινός μόχθος των ανώνυμων εργαζόμενων, αντρών και γυναικών, και η καθημερινή, συνήθως άχαρη, πολιτική αντίσταση και πάλη. Δεν έχει αυταπάτες για τις κοινωνικές δυνάμεις και τις τάξεις που συγκρούονται σ΄ αυτή την ιστορική διαμάχη και πώς αυτό διαπερνά τη ματιά και καθορίζει τη στάση των ανθρώπων που βρίσκονται στο επίκεντρο της. Ακόμα σημαντικότερο, διαγράφει με μεγάλη διεισδυτικότητα το βηματισμό της ιστορίας ειδωμένο από τη σκοπιά αλλά και από τα αποτέλεσμα της δράσης των «κάτω». Οι «κάτω» είναι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της τετραλογίας της, το δικό της προς εκπλήρωση χρέος τιμής: «Πάνω απ’ όλα θέλω να πω για τους ταπεινούς, τους σχεδόν αγράμματους αγωνιστές που υπήρξαν σκαπανείς, ιδεολόγοι, αφοσιωμένοι στον αγώνα χωρίς να περιμένουν καμιά ανταμοιβή, αντίθετα ήξεραν τι θυσίες έπρεπε να κάνουν γι΄ αυτόν, πως στη γωνία ίσως τους περιμένει ο θάνατος, ήταν παρ’ όλα αυτά ταμένοι, αφοσιωμένοι στην ιδέα τους. Και ακόμα ήξεραν πως αν καμιά φορά το όνειρο γίνει πραγματικότητα… οι ίδιοι θα έμεναν στη γωνία έτσι [όπως ήταν] χωρίς εφόδια και ειδικές γνώσεις για την άσκηση της εξουσίας. Θα περνούσαν εξίσου άσημοι κι ανώνυμοι στο περιθώριο, όπως ανώνυμοι υπήρξαν στη ζωή, στην παρανομία, όπως ανώνυμοι υπήρξαν και στο θάνατο… Σας θυμάμαι πάντα, σύντροφοι μου. Πάντα με αγάπη και συγκίνηση. Και είναι πολλοί σαν και μένα. Γι’ αυτό θέλω να ξαναφέρω για λίγο την ύπαρξη σας στη ζωή. Για να σας γνωρίσουν και τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας. Που είναι και δικά σας παιδιά και εγγόνια, αφού οι περισσότεροι από σας φύγατε πολύ νέοι και δεν προλάβατε ν΄ αποκτήσετε δικά σας.»
«Ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων» είναι το μυαλό της Μαρίας Καραγιώργη. Και τη ματιά της, το προσωπικό της συμπέρασμα από τη βίωση της πιο μεγάλης περιόδου της νεώτερης ελληνικής ιστορίας, έρχεται να συναντήσει και να επιβεβαιώσει η ποιητική εξομολόγηση του Σεφέρη μια νυχτιά του Οκτώβρη του 1944: Σταθερά τοποθετημένος στην αντίπαλη όχθη απ’ αυτή της Μαρίας και των άλλων αγωνιστών, περιμένοντας να περάσει από μια μικρή παραθαλάσσια τυρρηνική πόλη της Ιταλίας στην Ελλάδα μαζί με την Ταξιαρχία Ρίμινι και τα εγγλέζικα στρατεύματα κι έχοντας πλήρη επίγνωση ότι μαζί τους θα φέρουν το Δεκέμβρη και τον εμφύλιο, στο πιο συγκλονιστικό ίσως απ’ όλα τα ποιήματα του, τον «Τελευταίο Σταθμό», μιλά κατ΄ αρχήν για το δικό του στρατόπεδο: «Ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες», «καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες το κλουβί του», «πόδια που θα τρέχανε κι ας είναι τόσο κουρασμένα στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους», κι όμως με την «ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων». Κείνη τη νυχτιά, στις 5 Οκτωβρίου 1944, ο Σεφέρης αναγνωρίζει στη συνέχεια ποιοι είναι οι δημιουργοί της Αντίστασης, τους θεωρεί προγραμμένους και αποκαλύπτεται μπροστά στο μεγαλείο τους:
Να μιλήσω για ήρωες, να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε με ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας: «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.
Η Μαρία Καραγιώργη από τη δική της πλευρά με όλη τη ζωή της επιχείρησε να πραγματώσει το τμήμα που αφήνει ανολοκλήρωτο ο Σεφέρης στην καταγραφή του αντάρτικου τραγουδιού που ενσωματώνει στον «Τελευταίο σταθμό» του: «Να βγούμε στο φως, να βγούμε στο φως, / να βγούμε απ’ τη νύχτα στο φως.» Και με την τετραλογία της επιχειρεί να ρίξει φως σ’ αυτές τις ξεχασμένες ζωές. Από τα σκοτωμένα κορίτσια, από την Κούλα Ντάνου και το τραγούδι της όταν την έπαιρναν για εκτέλεση, μέχρι τη Δήμητρα Σακελλίων, από το κλαρίτικο σόι των Καραλιβαναίων, που πήρε σύσσωμο τα όπλα για τη λευτεριά, άντρες και γυναίκες, και ξεκληρίστηκε στον εμφύλιο ολόκληρο, μέχρι και το τελευταίο παιδί. Μέχρι την Ελισαβέτου από τη Σάμο, που κλεισμένη στο στρατόπεδο δεν είχε πάρει ποτέ επιταγή μέχρι τη μέρα που έλαβε μια επιταγή μ΄ ένα μικροποσό όχι ακέραιο, αλλά δεκαδικό, κι απ’ αυτό το δεκαδικό κατάλαβε ότι ήταν όλα τα χρήματα που είχε ο άντρας της και τα είχε στείλει σ΄ αυτήν, άρα τον είχαν ήδη εκτελέσει.
Η τετραλογία της Μαρίας Καραγιώργη, γραμμένη με την απόσταση και τη σοφία ενός χρόνου πανδαμάτορα αλλά όχι επιλήσμονα, καταγράφοντας ψύχραιμα, παρά τα κατά καιρούς ξεσπάσματα της, την ιστορία της Ιστορίας, τη Μεγάλη Αφήγηση, και την ιστορία των ανθρώπων που δημιούργησαν αυτή την Ιστορία, τις πολλές μικρές αφηγήσεις, συνιστά μια πολύ σημαντική ιστορική κατάθεση. Και ως τέτοια απαντά επίσης με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο στην επιχείρηση αναθεώρησης της ελληνικής ιστορίας του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, που ξεκίνησε πριν μερικά χρόνια από την ομάδα ερευνητών του Γιέιλ με προεξάρχοντα μέλη τους Καλύβα και Μαρατζίδη. .
Δεν είναι τυχαίο γιατί το διεθνές ρεύμα αναθεωρητισμού της ιστορίας του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και ό,τι ακολούθησε, στην Ελλάδα εκδηλώθηκε τόσο καθυστερημένα: Μετά από τρεις δεκαετίες ανώμαλου μετεμφυλιοπολεμικού καθεστώτος, συμπεριλαμβανόμενης και της τελευταίας χρονικά δικτατορίας στην Ευρώπη, με εκατοντάδες χιλιάδες ρημαγμένες ζωές, με τους δοσίλογους αναγνωρισμένους επίσημα κατ΄ αποκλειστικότητα ως αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης επί μια 35ετία, με τους επιζώντες αγωνιστές της να αποκαθίστανται ηθικά από μεριάς Ελληνικής Πολιτείας μόλις κατά τη δεκαετία του ’80 ενώ οι νεκροί της δεν έχουν ουσιαστικά ακόμα αποκατασταθεί, θα ήταν αδύνατο να εγερθεί συντομότερα η αμφισβήτηση των πάντων. Ήταν πολλοί ακόμα αυτοί που ζούσαν με μια αίσθηση έλλειψης δικαίωσης, αυτοί που δε διάβασαν την ιστορία σε εγχειρίδια, αλλά την έζησαν στο πετσί τους. 1.300.000 άνθρωποι οργανωμένοι στο ΕΑΜ μόνο στη Θεσσαλία, τη Στερεά, την Πελοπόννησο, τη Μακεδονία και την Ήπειρο, όπως μας υπενθυμίζει η Μαρία Καραγιώργη, χωρίς να υπολογίζονται τα μέλη των οικογενειών τους. Γι΄ αυτό και οι έλληνες αναθεωρητές της ιστορίας περίμεναν τόσο: Μέχρις ότου η βιολογική φθορά εξαλείψει ή οδηγήσει στο περιθώριο τους τότε αυτόπτες μάρτυρες, τους επιζώντες από τους τότε πρωταγωνιστές, τις γενιές της αντιμεταξικής αντίστασης, της εθνικής αντίστασης και του εμφύλιου.
Αυτά αποτελούσαν προϋποθέσεις για ν΄ αρχίσει να πλέκεται ο σύγχρονος μεγάλος ιστορικός μύθος, αυτός που εμφανίζει τους δωσίλογους ως ιδεολόγους αντικομμουνιστές και το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΚΚΕ να έχει εξαπολύσει τον πρώτο από τους τρεις γύρους του εμφύλιου ήδη από το 1943… Στόχος, να προκληθούν ρήγματα και τελικά μετατοπίσεις στη λαϊκή συλλογική ιστορική μνήμη και πολιτική συνείδηση: Από τις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα οι σύγχρονοι έλληνες αναθεωρητές της ιστορίας επιχειρούν να δημιουργήσουν μια ιστοριογραφική τράπεζα “πληροφοριών” στήριξης αυτών των απόψεων και δεν περνάει χρόνος που να μη διοργανώσουν το ένα ή άλλο συνέδριο συζήτησης τους.
Σύμπτωμα του πόσο ζωντανά είναι καταγραμμένα τα πραγματικά γεγονότα στο κύτταρο της συλλογικής ιστορικής μνήμης της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού αποτελεί το γεγονός ότι η ανταπόκριση που βρίσκουν από την ακαδημαϊκή κοινότητα των Τμημάτων Ιστορίας των Ελληνικών Δημόσιων Πανεπιστήμίων είναι μέχρι στιγμής εξαιρετικά περιορισμένη. Ωστόσο, όσο ο χρόνος περνά και η άμεση βίωση της ιστορίας φυσιολογικά εξαλείφεται και μένουν μόνο οι επιστημονικές (χωρίς ή και με εισαγωγικά) μελέτες, τ’ ότι δε θα επέλθει διάβρωση της ματιάς της ακαδημαϊκής ιστοριογραφικής έρευνας κάθε άλλο παρά είναι εξασφαλισμένο. Πριν απ’ όλα γι΄ αυτό αποτελεί βαρύτατο λάθος απέναντι στην ιστορία και στις γενιές που έρχονται η συναίνεση της κοινοβουλευτικής αριστεράς στο κάψιμο των φακέλων το 1989 στο όνομα της «συμφιλίωσης», μια θέση που επισημαίνει και η Μαρία Καραγιώργη στο τρίτο βιβλίο της. Γι΄ αυτό και η παραπέρα διερεύνηση της πραγματικής ιστορίας της Αντίστασης και του Εμφυλίου δεν πρέπει ν’ αποτελεί αντικείμενο μόνο της ακαδημαϊκής κοινότητας, αλλά και του συνόλου των κινημάτων στη σύγχρονη Ελλάδα - ξεκινώντας από το ίδιο το φοιτητικό κίνημα. Γι΄ αυτό και βιβλία όπως η τετραλογία της Μαρίας Καραγιώργη αποτελούν μια πολύτιμη, άμεσα βιωμένη κι εξαιρετικά σύνθετη αντίκρουση απόψεων που εμφανίζονται υπό το μανδύα της όψιμης ιστοριογραφικής «έρευνας» ενός, όχι τυχαία, από τα θεωρούμενα εγκυρότερα αμερικάνικα πανεπιστημιακά ιδρύματα, το οποίο και συγκαταλέγεται στην πρώτη τριάδα των ιδρυμάτων παραγωγής και αναπαραγωγής της κυβερνώσας πολιτικής ελίτ των ΗΠΑ.
Least but not last, όπως λένε και οι Αγγλοσάξωνες, ας μας πουν οι κ. Μαρατζίδης και Καλύβας τι θέση έχει, πως τοποθετείται στο ιστοριογραφικό τους σχέδιο ο γιος της Μαρίας και του Κώστα Καραγιώργη, ο μικρός Αλέξης: Προκειμένου να μην καταλήξει σε κάποια παιδούπολη της Φρειδερίκης και να μοιραστεί κατά πάσα πιθανότητα την τύχη των χιλιάδων παιδιών που πουλήθηκαν σε άτεκνα αμερικάνικα ζευγάρια, πέρασε στην παρανομία στα 4,5 του χρόνια κι εκπαιδεύτηκε να απαντάει σε άλλο όνομα σε κάθε σπίτι που τον πήγαιναν, ενώ για να τον πείσουν κάθε φορά ν΄ αλλάζει σπίτι του έλεγαν πάντα την ίδια ιστορία: Εκεί που θα πάνε, στο καινούργιο σπίτι, τον περιμένει η (κρατούμενη) μαμά του… Κι όταν τελικά πράγματι τη συνάντησε, μετά από 4,5 χρόνια, αρνήθηκε να την αναγνωρίσει με την παροιμιώδη φράση που επαναλαμβάνει ξανά και ξανά η Μαρία Καραγιώργη στην τετραλογία της: “Δεν είναι τούτη η μαμά μου, μου λέτε ψέμματα, η μαμά μου είναι νέα και όμορφη, αυτή είναι άσκημη και γριά.” Και γράφει η Καραγιώργη: «Πως τα ‘βγαλαν πέρα οι άλλες μανάδες; Πως πήγαν στο εκτελεστικό απόσπασμα; Πως άφησαν βρέφη και νήπια και τα βρήκαν ύστερα άντρες και γυναίκες; (Όσες τα βρήκαν.) Πως ξανασυνδέθηκαν μαζί τους; Ή δεν ξανασυνδέθηκαν ποτέ; Πονάει τόσο πολύ αυτό το θέμα που ποτέ δε βρήκα τη δύναμη και το θάρρος να το κουβεντιάσω ακόμα και με τις πιο στενές μου φίλες…”
Η Μαρία Καραγιώργη τραγουδά στην τετραλογία της ένα ρέκβιεμ και ταυτόχρονα ένα θριαμβικό ύμνο πριν απ’ όλα στις γυναίκες, αυτές που τα έδωσαν όλα, και πριν απ’ όλα τα παιδιά τους, στον αγώνα και έμειναν ν΄ αντιμετωπίζουν τον τρόμο με το γέλιο – κι όποιος έχει βρεθεί σε συνθήκες ανάκρισης ξέρει ότι δεν υπάρχει πιο αποτελεσματικό όπλο απ’ αυτό απέναντι στο φόβο και στην απόγνωση. Μεγάλο μέρος της τετραλογίας της είναι αφιερωμένο στη διεισδυτική περιγραφή, σύμφωνα με τα δικά της λόγια, της “εξοντωτικής πάλης ανάμεσα σ’ ένα πάνοπλο συντεταγμένο μηχανισμό του λεγόμενου Εθνικού Στρατού και σε μερικές χιλιάδες χιλιοταλαιπωρημένες γυναίκες, γριές, μεσήλικες, νέες, ακόμα και κοριτσάκια δεκαέξι, δεκαεφτά, δεκαοχτώ και είκοσι χρονών. Από τη μια τα όπλα, η δύναμη, ο πλούτος των μέσων, η εξουσία και από την άλλη γυμνά χέρια, κορμιά τσακισμένα από 3ετή και 4ετή κράτηση, πεινασμένα, παγωμένα, άρρωστα, με μερικές κοπέλες βιασμένες απ’ τους βασανιστές τους, αλλά ανάθεμα τα, με σιδερένια θέληση κι αλύγιστη δύναμη να στέκονται αντιμέτωπα σε μια άνιση πάλη. Και να βλέπεις την υλική δύναμη της εξουσίας να λυσσάει που δε μπορεί να σπάσει αυτή την αόρατη αλλά ατσάλινη ασπίδα που έχει απέναντι της.”
Για την τετραλογία της Μαρίας Καραγιώργη ισχύουν στο ακέραιο αυτά που η ίδια γράφει για ένα άλλο πολύ σημαντικό βιβλίο, τα Στρατόπεδα Γυναικών της συγκρατούμενης της ποιήτριας Βικτωρίας Θεοδώρου, 9 θαμμένα τετράδια, γραμμένα μεταξύ 1947 και 1951 στο στρατόπεδο της Χίου, στο Τρίκερι και στο Μακρονήσι: «Είναι …μια ελεγεία για τις γυναίκες. Μια συγκλονιστική καταγραφή για το πόσο αυτό το θεωρούμενο αδύναμο αλλά και λιγάκι κατώτερο πλάσμα, το γυναικείο φύλο, τι ευψυχία, τι δύναμη, τι αξιοπρέπεια, τι σιδερένια θέληση και αντοχή έχει… Ένα ευαγγέλιο γυναικείας αξιοπρέπειας, περηφάνιας, δύναμης, αντοχής, αξιοσύνης και, παράλληλα, χαράς της ζωής.»
Σ’ αυτή την «αόρατη αλλά ατσάλινη ασπίδα» που επικαλείται για τις γυναίκες των στρατοπέδων κατέφυγε κι η ίδια στη συγκλονιστική περιγραφή για την αντίδραση της όταν της έδειξαν την «Καθημερινή» που έγραφε (λάθος) ότι ο Καραγιώργης ήταν νεκρός. Όταν περίμενε ανέκφραστη να μεσημεριάσει και να ξαπλώσουν και τότε να κάνει αυτό που έκανε κάθε μεσημέρι για να απομονωθεί λίγο και να ξεκουραστεί, το σεντόνι της τέντα που τη σκέπαζε ολόκληρη. Και κάτω απ’ αυτή την τέντα χώθηκε κείνο το μεσημέρι για ν΄ αφήσει τα δάκρια της να ξεχυθούν ελεύθερα σ΄ ένα σιωπηλό ξέσπασμα, γιατί δεν ήθελε οι συγκρατούμενες της ν΄ ακούσουν τίποτα, μέχρι που πανικόβλητη συνειδητοποίησε όταν έφτανε η ώρα να σηκωθούν ότι δε μπορούσε να το ελέγξει, ότι δε μπορούσε να κάνει τα μάτια της να σταματήσουν να τρέχουν, ότι κινδύνευε οι άλλες να το καταλάβουν. Ή την άλλη συγκλονιστική περιγραφή, όταν κατεβαίνει μόνη της μια νύχτα στη θάλασσα στο Μακρονήσι και κει μέσα στο σκοτάδι και στο λυσσομανητό του αέρα και των κυμάτων που καλύπτουν κάθε ήχο αφήνεται εντελώς, χάνει κάθε έλεγχο, τα βάζει με τον εξαφανισμένο Καραγιώργη, του φωνάζει, του ζητά να της πει αν είναι ζωντανός, κι αν είναι, να της στείλει κάποιο σημάδι…
Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Η Μαρία Καραγιώργη, προσωπικά σημαδεμένη με τον πιο έντονο τρόπο από τις περιπέτειες του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα, όταν καταπιάνεται να γράψει για τη ζωή της και την ιστορία δηλώνει εισαγωγικά ότι ποτέ δεν την επηρέασε αυτό που 20χρονη κοπέλα της είχε πει ένας ασφαλίτης κατά την ανάκριση της στη Θεσσαλονίκη, ότι ο αγώνας στον οποίο έχει μπει γεννά μόνο θύματα, είναι, κατά την έκφραση του, «θυτικός» - κι αυτή η ίδια θα βγει μέσα απ’ αυτόν «ηθικόν ράκος»: «Τα πράγματα που στηρίζονται σε ιδέες ποτέ δε σβήνουν… Το πίστευα. Και η κατοπινή εξέλιξη με δικαίωσε.»
Στο πρώτο της βιβλίο η Καραγιώργη, τότε ακόμα η νεαρή Μαρία Αγριγιαννάκη, αφηγείται ένα διάλογο με τον τότε ακόμα Κώστα Γυφτοδήμο σ’ ένα καφενεδάκι στην Κίμωλο. Ο Γυφτοδήμος της ζητάει το λόγο: Είχε κι αυτή ψηφίσει τη διαγραφή του από την κομματική φράξια στους εξόριστους επειδή είχε συνάψει σχέσεις με συνεξόριστη του, κάτι αυστηρά απαγορευμένο στις ομάδες συμβίωσης των εξόριστων κομμουνιστών. Ακολουθούν αποσπάσματα από αυτό το διάλογο, τα οποία σημειώνω με ελλειπτικό τρόπο:
Γυφτοδήμος: «Και δε σου πέρασε απ’ το νου πως αυτή ακριβώς η χωρίς συζήτηση υπακοή σε μια απόφαση, αν κατ’ αρχήν είναι σωστή ή όχι, μπορεί να κάνει κακό στο ίδιο το Κόμμα, στο ίδιο το κίνημα που αφιέρωσες τη ζωή σου;»
[Η Μαρία του λέει ότι αν δεν ήξερε το απόλυτο δόσιμο του στο Κόμμα, θα θεωρούσε αυτά που άκουγε αιρετικά.]
Γυφτοδήμος: “Μα ακριβώς επειδή είμαι ολότελα δοσμένος στο κίνημα, γι’ αυτό θέλω να σκέφτομαι τι είναι καλό γι΄ αυτό και τι όχι. Γι’ αυτό και δε θέλω να παίρνω έτοιμες τις αποφάσεις από τα πάνω, αλλά να τις συζητώ και να κρίνω κι εγώ αν είναι σωστές ή όχι.”
Μαρία: «Μα γι’ αυτά είναι η Κεντρική Επιτροπή που αποφασίζει.»
Γυφτoδήμος: “Και μεις τι είμαστε; Υπάλληλοι ή εκτελεστικά όργανα; Μπήκαμε εθελοντές στον αγώνα αυτό, γιατί πιστεύουμε ότι με την ιδεολογία που υπηρετούμε θα κάνουμε καλό στον τόπο. Ούτε για καριέρα πάμε ούτε άλλες επιδιώξεις έχουμε. Θέσαμε τους εαυτούς μας απλούς στρατιώτες σε μια ιδεολογία. Όμως όταν κάνουμε μια πολιτική πράξη που έχει συνέπειες για τον τόπο πρέπει να έχουμε και την ευθύνη της, άρα πρέπει να τη συζητούμε, να την εξηγούμε, να πειθόμαστε για την ορθότητα της. Είναι έτσι ή όχι;»
Μαρία: «Το Κόμμα όμως ξέρει τι κάνει.»
Γυφτοδήμος: «Και ποιος είναι, επιτέλους, το Κόμμα; Εσύ, εγώ, ο άλλος, ο άλλος. Και γιατί εμείς δε θα πούμε αν μια απόφαση είναι σωστή ή όχι;»…
Ο Κώστας Γυφτοδήμος-Καραγιώργης το 1932 ζούσε στο Βερολίνο. Δεν ξέρω αν είχε δει τότε τη θεατρική Μάνα του Μπρεχτ, που ανέβηκε εν μέσω επιθέσεων των ναζί εκείνη την τελευταία χρονιά πριν ο ναζισμός τα σαρώσει όλα. Στη Μάνα, όμως, υπάρχει ένα τραγούδι με τίτλο «Αλλά ποιος είναι το Κόμμα;”, το οποίο μοιάζει με απόηχο αυτών που λέει στη νεαρή Μαρία Αγριγιαννάκη ο Γυφτοδήμος:
Αλλά ποιος είναι το Κόμμα;
Κάθεται σ’ ένα σπίτι με τηλέφωνα;
Είναι οι σκέψεις του μυστικές, οι αποφάσεις του άγνωστες;
Ποιος είναι;
Είμαστε μεις.
Εσύ κι εγώ κι εσείς – εμείς όλοι.
Μες στο κουστούμι σου κρύβεται, Σύντροφε, και σκέφτεται
μες στο κεφάλι σου.
Εκεί που κατοικώ εγώ, είναι το σπίτι του, κι εκεί που δέχεσαι
επίθεση εσύ, εκεί δίνει τη μάχη…
Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να γίνει συνείδηση της Ελληνικής Αριστεράς αυτά που ένας γερμανός ποιητής έγραψε το 1932, αυτά που ένας έλληνας κομμουνιστής έλεγε το 1940…
Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Η συμπολίτισσα σας Μαρία Καραγιώργη σε μια εξαιρετική περιγραφή για το Βόλο και την κατάσταση της εργατικής του τάξης κατά τις δεκαετίες της παιδικής και της εφηβικής της ηλικίας, του ’20 και του ’30, αναφέρεται μεταξύ άλλων και στην κατάσταση των σιδηροδρομικών - που την είχε βιώσει άμεσα καθώς ο πατέρα της, όντας σταθμάρχης, ήταν από τους πρώτους κομμουνιστές συνδικαλιστές στο σιδηρόδρομο στην πόλη σας. Και περιγράφει πώς κατά τη δεκαετία του ’20, πριν οικοδομηθεί το πρώτο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, οι σιδηροδρομικοί δούλευαν μέχρι τα γεράματα: Όταν σταματούσαν να δουλεύουν, δεν υπήρχε σύνταξη, δεν υπήρχε εισόδημα για να ζήσουν. Καθώς όμως από μια ηλικία και πέρα δε μπορούσαν πια να τα βγάλουν πέρα με τα όλα τα εργασιακά τους καθήκοντα, σε μια έμπρακτη επίδειξη αλληλεγγύης των γενιών οι νεότεροι σιδηροδρομικοί μοιράζονταν ανάμεσα τους ένα μέρος της δουλειάς των ηλικιακά μεγαλύτερων. Και παρατηρεί η Μαρία Καραγιώργη σχετικά με την πάλη τους για να κατοχυρώσουν σύνταξη - ανυποψίαστη ακόμα η ίδια το 1989, που γράφει αυτές τις γραμμές - «…σήμερα κοινός τόπος για κάθε εργαζόμενο».
19 χρόνια αργότερα και μεσούσης της νεοφιλελεύθερης επίθεσης, το πρωί της ίδιας μέρας που ο Βόλος αποτείει φόρο τιμής στη Μαρία Καραγιώργη, οι εργαζόμενοι του, άντρες και γυναίκες, διαδήλωναν στους δρόμους της πόλης για να περιφρουρήσουν αυτό που δεν αποτελεί πια «κοινό τόπο». Το ίδιο έγινε σήμερα το πρωί σ’ όλες τις πόλεις της χώρας και βέβαια στην Αθήνα, που κατακλύστηκε από μια εκπληκτική λαοθάλασσα. Για να συνεχιστεί η αλληλεγγύη των γενιών με τις σύγχρονες μορφές της, για να έχουν δικαίωμα σε κοινωνική ασφάλιση και περίθαλψη που να τους επιτρέπει να συνεχίσουν να ζουν με αξιοπρέπεια κι όταν δε μπορούν πια να συνεχίσουν να δουλεύουν λόγω ηλικίας ή αρρώστιας. Και να το έχουν όχι μόνο αυτοί αλλά και τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους, που με το μισό ένσημο, με γενικευμένες μορφές «επισφαλούς απασχόλησης για επισφαλή ζωή», τους προορίζουν για ένα μέλλον πίσω ολοταχώς στη βαρβαρότητα. Αλλά, όπως σημειώνει και η Μαρία Καραγιώργη με το βάθος της εμπειρίας μιας τόσο πλούσιας ζωής, τίποτα δε φοβούνται περισσότερο οι κρατούντες από τον κόσμο που βγαίνει στους δρόμους για να πάρει ο ίδιος το δίκιο του στα χέρια του.
Μαρία Καραγιώργη,
σ’ ευχαριστούμε για τη ζωή σου που μας την πρόσφερες όλη απλόχερα.
Σ΄ ευχαριστούμε γι΄ αυτό που αντιπροσωπεύεις.
Σ΄ ευχαριστούμε και για την 4τομη γραπτή, ιστορική παρακαταθήκη σου, την ξέχειλη από τη δύναμη και τη χαρά της ζωής, της αντίστασης, της πάλης, της δημιουργίας, που μας άφησες.
Σ΄ ευχαριστούμε, Μαρία.
Ομιλία στην εκδήλωση τιμής για τη Μαρία Καραγιώργη του Δήμου Βόλου και των Δήμων των τόπων εξορίας της
Reviewed by Νάντια Βαλαβάνη
on
2:44:00 μ.μ.
Rating: