Έκθεση της Ειδικής Εισηγήτριας του ΣΥΡΙΖΑ Νάντιας Βαλαβάνη για τον Προϋπολογισμό 2014


ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΣΤΟΝ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟ 2014 
 Έκθεση της Ειδικής Εισηγήτριας του ΣΥΡΙΖΑ για τον Προϋπολογισμό 2014
 ΝΑΝΤΙΑΣ ΒΑΛΑΒΑΝΗ, Βουλευτή Β΄ Αθήνας 

Δημοσιεύτηκε στην συλλογική έκδοση της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Ελληνικής Βουλής για τον Κρατικό Προϋπολογισμό 2014, 
 Νοέμβριος 2014

 Η Εισηγητική Έκθεση Προϋπολογισμού 2014, που κατέθεσε η Κυβέρνηση, αποτελεί «ίδια γεύση» για τους Έλληνες πολίτες στο δρόμο ενός ακραία νεοφιλελεύθερου «Προγράμματος», που έχει διαλύσει τη χώρα και προπαντός τις ζωές της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού: Αφαιρεί απ’ την οικονομία, επιπρόσθετα στη μέχρι σήμερα αφαίμαξη και σωρευτικά ως προς τα μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενα «μέτρα», άλλα 5,3 δις ευρώ: Αφενός από αύξηση της φορολογίας εισοδήματος - κυρίως μισθωτών, συνταξιούχων, ελευθέρων επαγγελματιών, ατομικών επιχειρήσεων και αγροτών και διεύρυνσης της βάσης της φορολογίας κατοχής της ευρύτατης μικρής ιδιοκτησίας. Αφετέρου μέσω αύξησης των περικοπών κοινωνικών δαπανών κυρίως στους τομείς της υγείας (φαρμακευτική δαπάνη, πρωτοβάθμια φροντίδα και νοσοκομεία), της κοινωνικής ασφάλισης (συντάξεις και εφάπαξ) και των προνοιακών επιδομάτων, αλλά και αναπτυξιακών δαπανών, όπως του εξαιρετικά ισχνού Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, το οποίο κατά τη διετία 2013-2014 «κουρεύτηκε» κατά 5οο εκ. ευρώ. 

 Η βασική διαφορά του από προηγούμενους προϋπολογισμούς είναι ότι εισάγει με πολλές τυμπανοκρουσίες τη «Μεγάλη Ιδέα» του «πρωτογενούς πλεονάσματος» - παρούσα ήδη μέσω του Μεσοπρόθεσμου 2013-2016 - ως μέγιστο επίτευγμα της δημοσιονομικής πολιτικής και μοναδικό τρόπο για να επανέλθει η χώρα σε τροχιά ανάκαμψης. Η επίτευξη του, με αρκετή δόση «δημιουργικής λογιστικής», το 2013 έναντι στόχου ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, εμφανίζεται ως η «Λυδία λίθος», που θα κρίνει την «έξοδο» από το Μνημόνιο εντός του 2014. Και, αν η κυβέρνηση έχει καταφέρει να τα «βρει» όλα μέχρι τότε με την Τρόικα, κατά προτίμηση προεκλογικά. Στην προοπτική της βασικής πρόβλεψης ότι το 2014 η ελληνική οικονομία θα επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης 0,6%, έπειτα από έξι συνεχή έτη ύφεσης και απώλεια του 25% του ΑΕΠ, στηριγμένη σε παραδοχές και υποθέσεις που εμπεριέχουν το λιγότερο σημαντικές «αβεβαιότητες». Μετά από μια πολύ καλή τουριστική χρονιά, που στηρίχτηκε όμως στην αιματοχυσία σε δύο βασικούς γειτονικούς τουριστικούς προορισμούς, Αίγυπτο και Τουρκία, ως «ατμομηχανές» ανάπτυξης εμφανίζει: Τις άμεσες επενδύσεις (επί 7 χρόνια αμελητέες). Τις εξαγωγές (με μειωμένο το παγκόσμιο μερίδιο της Ελλάδας κατά 26,7% στο διάστημα 2007-2012 και επίσης αρνητικές κατά την τελευταία διετία 2012-2013, αν αφαιρέσουμε τα πετρελαιοειδή). Και την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, ως βασικό μέσο τόσο εξυπηρέτησης του χρέους όσο και τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας. 

Ταυτόχρονα, μας αναγκάζει να συζητήσουμε ένα σχέδιο Προϋπολογισμού, που δεν υπάρχει ούτε καν στα χαρτιά: Καθώς δεν έχει «κλείσει» ακόμα η «συμφωνία» για το ύψος τόσο του δημοσιονομικού όσο και του χρηματοδοτικού κενού 2014-2016 μεταξύ Κυβέρνησης και Τρόικας, που χάρη στα Μνημόνια έχει τον «τελευταίο λόγο» σε όλα, ακόμα και για τον αριθμό των δόσεων στις ρυθμίσεις χρεών, μια σειρά μεγέθη του Προϋπολογισμού δεν είναι τα «τελικά». Ή, όπως προειδοποιεί η Τρόικα, «είναι υπό αίρεση». Αντίστοιχα λειτουργεί η έλλειψη κατάθεσης του Μεσοπρόθεσμου, που προορίζεται να επεκταθεί μέχρι το 2017. 

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι επί δύο βδομάδες θα κάνουμε μια συζήτηση με βάση ένα μέρος μόνο της εικόνας: Κυρίως τα «νέα» - για την τσέπη εργαζόμενων, ανέργων, συνταξιούχων και αγροτών – «μέτρα», τα ήδη εγκριμένα από το (επικαιροποιημένο) Μεσοπρόθεσμο εδώ κι ένα χρόνο και κάποια απ’ την άνοιξη, για εφαρμογή από 1.1.2014 - και τις επιπτώσεις τους στα μακροοικονομικά μεγέθη και στην κατάσταση των ανθρώπων. Πρόκειται για «πακέτο» που δεν έχει συμβάλλει ακόμα στην παραπέρα διάλυση της ζωής τους, η Τρόικα όμως και οι εκπρόσωποι της Γερμανίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΝΤ δεν χάνουν ευκαιρία αναφοράς σ’ αυτό, καλώντας συνεχώς τον ελληνικό λαό να συνεχίσει «να συμμορφώνεται με το Πρόγραμμα». Ταυτόχρονα και πολύ βολικά, εκτός συζήτησης επιχειρείται να μείνουν προς το παρόν δυο σημαντικοί παράμετροι: 

-Με ποια μέτρα θα «κλείσει» το δημοσιονομικό κενό του 2014, δημοσιονομικά και διαρθρωτικά; (Στα τελευταία συμπεριλαμβάνονται και «εκκρεμότητες» από «προαπαιτούμενα» για το 2013, όπως η διάλυση της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας και το κλείσιμο και άλλων, πέρα της ΕΡΤ και του ΤΕΟ, δημόσιων οργανισμών, αλλά και πιο «καινούργια», από επιπρόσθετες απολύσεις και διαθεσιμότητες στο Δημόσιο μέχρι την απελευθέρωση των απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα και των πλειστηριασμών για τα σπίτια δεκάδων χιλιάδων μικροϊδιοκτητών.) 

-Και πως θα χρηματοδοτηθεί, με το τέλος των δόσεων της δανειακής σύμβασης ΕΕ και ΕΚΤ τον Μάιο 2014, το χρηματοδοτικό κενό για τα τοκοχρεολύσια του 2014 και παραπέρα; Με Τρίτο Μνημόνιο, όπως εμφανίζεται να προτιμά η Γερμανία και κύκλοι της ΕΕ; Με τα, εκτός πραγματικότητας και «υφεσιακά», συμφωνημένα με την Τρόικα «πρωτογενή πλεονάσματα» του Μεσοπρόθεσμου και με επιστροφή – με τι, αλήθεια, επιτόκια; - στις «αγορές», όπως προτείνει η Κυβέρνηση; Και, κυρίως, τι θα γίνει με το κεντρικό πρόβλημα της Ελληνικής Οικονομίας προκειμένου να υπάρξει ανάπτυξη και νέες θέσεις εργασίας; 

 Γιατί με τον Προϋπολογισμό 2014, η κυβέρνηση «κλείνει τα μάτια» προκειμένου ν’ αποφύγει να τοποθετηθεί για το θηριώδες και «μη βιώσιμο» δημόσιο χρέος. Αυτό που «ρούφηξε» στη «μαύρη τρύπα» του κατά την τετραετία 2010-2013 σχεδόν ολόκληρο το ποσόν των δύο δανειακών συμβάσεων των Μνημονίων, 211,2 δις σε σύνολο 219 - με μόλις 7,8 δις, δηλ. λιγότερο από 2 δις το χρόνο, να διοχετεύονται στο πρωτογενές έλλειμμα του Προϋπολογισμού. Ενώ «αφομοίωσε», ταυτόχρονα, χωρίς ν’ αφήσει πίσω του πολλά ίχνη, δύο «κουρέματα» χρέους, το PSI του Φεβρουαρίου 2012 και το buy-back του Δεκεμβρίου 2012, άτολμα και σχεδιασμένα έτσι, ιδιαίτερα το πρώτο, ώστε να «κουρεύει» πριν απ’ όλα το διακρατούμενο από ελληνικές τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία, ΑΕΙ, νοσοκομεία και μικροομολογιούχους, κομμάτι του ελληνικού χρέους - κάτι δηλ. σαν να πυροβόλησε η χώρα το ίδιο της το πόδι. Με αποτέλεσμα το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ να εκτοξευτεί και πάλι, μέσα σ’ ένα χρόνο, σε ύψος 40 ποσοστιαίων μονάδων παραπάνω απ’ ότι ήταν το 2010, όταν η χώρα ουσιαστικά «προσκάλεσε» το ΔΝΤ στην Ευρώπη και η ίδια τέθηκε υπό καθεστώς Μνημόνιου. Και τώρα πια τα 2/3 του να οφείλεται όχι πλέον σε τράπεζες - για τη διάσωση των οποίων πρωτοσχεδιάστηκε το Μνημόνιο, όπως ομολογείται ανοιχτά στο «κείμενο απολογισμού» των 3 πρώτων χρόνων από το Μνημόνιο, που εκδόθηκε από το ΔΝΤ τον περασμένο Ιούνιο -, αλλά σε κράτη, υποκείμενο πλέον στο, εξαιρετικά ευνοϊκό για τον δανειστή, καθεστώς αγγλικού δικαίου. 

Τα παραπάνω σημαίνουν ότι μέσα στους επόμενους μήνες θα ψηφιστεί και δεύτερος, συμπληρωματικός, Προϋπολογισμός. Ότι θα ψηφιστεί ξεχωριστά το Μεσοπρόθεσμο. Κι ότι θα μείνει να εκκρεμεί, μέσα στο 2014, η μεγάλη και καθοριστική συζήτηση για το χρέος. 

Σημαίνει, επίσης, ότι μέσω του Προϋπολογισμού 2014 θα συνεχίσουν να είναι παράλληλοι, χωρίς σημείο συνάντησης, δυο κόσμοι: των αριθμών και των πραγματικών ανθρώπων. Το γεγονός ότι η διατήρηση της περιοριστικής πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης, η συνεχής και έντονη λιτότητα προκαλεί παραπέρα επιδείνωση βασικών μακροοικονομικών και δημοσιονομικών δεδομένων με άμεση επίδραση στη ζωή εξαντλημένων ανθρώπων, όπως είναι η ανεργία, τα λουκέτα μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, η δραστική μείωση των εισοδημάτων μισθωτών, συνταξιούχων και ελευθεροεπαγγελματιών, η αποεπένδυση, ο αποπληθωρισμός και η αύξηση του δημοσίου χρέους, δε φαίνεται να συμπεριλαμβάνεται στη βασική ατζέντα του οικονομικού επιτελείου της Κυβέρνησης. 

 Στην παρούσα Έκθεση θα επιχειρηθεί η αναφορά στα οικονομικά μεγέθη να μην κρύβει, αλλά αντίθετα ν’ αποκαλύπτει την κατάσταση της εργαζόμενης συντριπτικής πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας, τον πραγματικό κόσμο των ανθρώπων. Για τον απλό λόγο ότι μας ενδιαφέρει όχι απλά η έξοδος απ’ την κρίση, αλλά και ο τρόπος που αυτή θα γίνει: Προς δικό τους όφελος. 

ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 

Πέρα απ’ την ίδια την ακολουθούμενη πολιτική, καταλυτικό ρόλο για την επίτευξη αναστροφής της αρνητικής τάσης για την ελληνική οικονομία παίζει το «κλίμα» στην παγκόσμια οικονομία: Προπαντός η ενίσχυση των ρυθμών ανάπτυξης, αλλά και η διατήρηση μη συμβατικών μέσων παρέμβασης κεντρικών τραπεζών στο επίπεδο άσκησης της νομισματικής πολιτικής για να είναι δυνατή η χρηματοδότηση της.

 Η μείωση των ρυθμών ανάπτυξης των αναδυόμενων και αναπτυσσομένων χωρών, που είχαν αποτελέσει το σημαντικότερο παράγοντα εξόδου της διεθνούς οικονομίας από τους υφεσιακούς ρυθμούς της κρίσης του 2008, αποτελούν την κύρια πηγή αβεβαιότητας σε διεθνές επίπεδο για το 2014. Την ίδια στιγμή η αναμενόμενη σταδιακή απομείωση της πολιτικής της ποσοτικής χαλάρωσης από την Fed, αναμένεται να προκαλέσει αύξηση των επιτοκίων δανεισμού τόσο στις αναπτυσσόμενες όσο και στις αναπτυγμένες χώρες. 

Σε αναθεώρηση προς το χειρότερο των προβλέψεων του για την παγκόσμια οικονομία προχώρησε πριν από λίγες ημέρες ο ΟΟΣΑ (2013: 2,7% από 3,1%, 2014: 3,6% από 4%, 2015: 3,9%), ενώ στην Έκθεση του τονίζεται ειδικά για την Ευρωζώνη ο κίνδυνος αποπληθωρισμού και η αναιμική οικονομική δραστηριότητα. Καλεί επίσης την ΕΚΤ ν’ ακολουθήσει το παράδειγμα της Fed (ποσοτική χαλάρωση), πράγμα στο οποίο αντιτίθεται σφόδρα η γερμανική πολιτική ηγεσία. 

Η Ευρωζώνη: Πρόβλεψη για εξαιρετικά εύθραυστη ανάκαμψη από την επόμενη χρονιά 

 Όπως συμβαίνει και στην περίπτωση ΟΟΣΑ και ΔΝΤ, η ΕΕ εδώ κι ένα χρόνο, από το Νοέμβριο 2012 μέχρι το Νοέμβριο 2013, με τις διαδοχικές ανά τρίμηνο αξιολογήσεις της στοιχείων και προβλέψεων, «κατεβάζει» σχεδόν κάθε φορά τον πήχη: για τις επιδόσεις συνολικά της Ευρωζώνης το 2012 και τις αντίστοιχες προβλέψεις για το 2013 και 2014. Έτσι, ενώ το Νοέμβριο 2012 η πρόβλεψη για το 2012 ήταν για ύφεση -0,4%, αυτό το μήνα το 2012 «έκλεισε» με ύφεση -0,7. Ως προς την πρόβλεψη για το τρέχον 2013, ενώ τέτοια εποχή πέρυσι η πρόβλεψη ήταν για οριακή ανάπτυξη 0,1%, τώρα εκτιμάται ότι θα κλείσει με ύφεση -0,4%. Αλλά και για το 2014, η ανάπτυξη 1,4% που προβλεπόταν τέτοια εποχή πέρυσι, έχει περιοριστεί στην αναιμικότερη 1,1% στην τελευταία αξιολόγηση (Νοέμβριος 2013). 

Ο εξαναγκασμός όλων των κρατών-μελών της ΕΕ σε ταυτόχρονη στόχευση για μείωση των εμπορικών ελλειμμάτων - στην Ευρωζώνη επιδιώκεται το πλεόνασμα τόσο στο εμπορικό ισοζύγιο όσο και στο ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών - μπορεί να θεωρείται από τους κυρίαρχους κύκλους ως ένδειξη προόδου της δημοσιονομικής εξυγίανσης, ωστόσο αποκρύπτει μια οδυνηρή διαπίστωση: Τη σταδιακή απώλεια, κατά το διάστημα 2007-2012, μεγάλου τμήματος του μερίδιου της ΕΕ στις παγκόσμιες εξαγωγές, συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανίας, η τελευταία μάλιστα, γι’ αυτό το διάστημα, με σωρευτικές απώλειες -13%. Η μείωση του παγκόσμιου μερίδιου των ελληνικών εξαγωγών κατά -26,7%, παραδόξως είναι μόνο η δεύτερη χειρότερη επίδοση σε αυτό το διάστημα. Προηγείται όλων μια χώρα του «σκληρού πυρήνα» της Ευρωζώνης, η Φινλανδία, με σωρευτική απώλεια μερίδιου παγκόσμιων εξαγωγών κατά -30,8%. Ενώ η Ελλάδα ακολουθείται στενά από την Ιταλία (-23,8%) και την Αυστρία (-21,1%). Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μόνες χώρες που δεν είχαν τέτοιες απώλειες ήταν οι Βαλτικές και η Πολωνία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Μάλτα. 

Η διατήρηση της περιοριστικής πολιτικής στην Ευρωζώνη σε συνδυασμό με την πτώση της πιστωτικής επέκτασης και την αύξηση των επισφαλειών του τραπεζικού τομέα, κυρίως αλλά όχι μόνο στις χώρες της Μεσογειακής λεκάνης – οι μικρές και μεσαίες Γερμανικές τράπεζες, και όχι μόνο, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, ενώ η «τρύπα» των «κόκκινων δάνειων» στο σύνολο της Ευρωζώνης υπολογίζεται μεγαλύτερη από 1 τρις, γι’ αυτό και τα επερχόμενα stress test των ευρωπαϊκών «συστημικών» τραπεζών θεωρούνται a priori τυπικού χαρακτήρα - αυξάνουν τους κινδύνους και προκαλούν έντονους προβληματισμούς: Σχετικά με τη δυναμική της ευρωπαϊκής οικονομίας έστω και για αναιμική έξοδο από την κρίση, αλλά με οριστικό τρόπο. Η προοπτική μιας τέτοιας εξόδου με επιδείνωση της κατάστασης των χωρών της περιφέρειας, κάνει κάτι τέτοιο ακόμα πιο προβληματικό. Όπως επισημαίνει και ο τίτλος πρόσφατου άρθρου του Independent (6.11.2013): «Με ανεργία 28% στην Ελλάδα, η ευρωπαϊκή κρίση δεν έχει τελειώσει.» Πολύ περισσότερο, αναλυτές και πολιτικοί αποφεύγουν με κάθε τρόπο ν’ απαντήσουν στο θεμελιώδες ερώτημα, που αφορά άμεσα τους ευρωπαίους εργαζόμενους, αλλά και ολόκληρους λαούς: «Έξοδος από την κρίση προς όφελος τίνος;» 

Το βασικότερο πρόβλημα, που αντιμετωπίζει η Ευρωζώνη, είναι η συνεχής αύξηση της ανεργίας (φέτος ιστορικό ψηλό 12,2% ή 19,447 εκατ. άνεργοι συνολικά στην Ευρωζώνη και 11,2% στην ΕΕ-27) και της φτώχειας, που έπρεπε να έχει περιοριστεί κατά 20 εκ ανθρώπους, αλλά αντιθέτως αυξάνει. Η μέχρι στιγμής απάντηση της ηγεσίας της ΕΕ περιορίζεται σε διαπιστώσεις και ευχολόγια, ενώ η μείωση του Ευρωπαϊκού Προϋπολογισμού για τη νέα επταετή περίοδο 2014-2020, για πρώτη φορά μάλιστα ελλειμματικού απ’ τη σύλληψη του, δείχνει ακριβώς ότι, αντίθετα με τη δημοσιονομική «προσαρμογή», ανάπτυξη και απασχόληση δεν αποτελούν πραγματικές προτεραιότητες της ευρωπαϊκής πολιτικής σκέψης και δράσης. Ιδιαίτερα, όμως, το ποσόν που διαθέτει η Ε.Ε. ως μοναδική επιλέξιμη πολιτική για την αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων 15 έως 29 ετών (η βραδυφλεγής βόμβα στα θεμέλια της) υπό το νέο πρόγραμμα ΝΕΕΤ (No Employment, Education, Training – Χωρίς εργασία, εκπαίδευση, επαγγελματική ειδίκευση), αποτελεί κυριολεκτική κοροϊδία: 6 δις ευρώ όλα-όλα για τα επόμενα 7 χρόνια μέχρι το 2020, τα 3 δις απ’ το νέο Ευρωπαϊκό Προϋπολογισμό και τα άλλα 3 απ’ τα κονδύλια που έτσι κι αλλιώς θα πάρουν οι χώρες απ’ το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο. Δείχνει, επίσης, ότι οι πολιτικές της ΕΕ για τα πιο ουσιαστικά προβλήματα, που η κύρια κατεύθυνση της πολιτικής των κυρίαρχων κύκλων της δημιουργεί στους εργαζόμενους, στερούνται ουσίας: Έχουν απλώς επικοινωνιακό χαρακτήρα. 

Υπάρχει επίσης εμφανής επιδείνωση του προβλήματος του δημόσιου χρέους στην ΕΕ: Ενώ στο διάστημα 2004-2008 βρισκόταν στο 69%, το β' τρίμηνο του 2013 το βρήκε στο 93,4% από 92,3% το α' τρίμηνο και 89,9% το αντίστοιχο διάστημα του 2012. Οι τελευταίες προβλέψεις της ΕΕ βλέπουν το 2013 να «κλείνει» με 95,5%, το 2014 με παραπέρα αν και μικρότερη άνοδο στο 95,9%, ενώ πρόβλεψη για, έστω κι εντελώς οριακή, μείωση δεν υπάρχει πριν το 2015. Το ζήτημα της αντιμετώπισης του χρέους, μ’ επίκεντρο τη συζήτηση της αντιμετώπισης του χρέους των υπερχρεωμένων χωρών της περιφέρειας, εξακολουθεί να κρύβεται «κάτω απ’ το χαλί», καθώς το χρονικό σημείο μείωσης του μετατίθεται συνεχώς σε μεταγενέστερη περίοδο. Στις προτεραιότητες της Ελληνικής Προεδρίας δε φαίνεται να συμπεριλαμβάνεται η σημαντικότερη: H προετοιμασία μιας Ευρωπαϊκής Διάσκεψης για το χρέος. 

Σχετικά πρόσφατη είναι η εμφάνιση και κινδύνου αποπληθωρισμού (μείωση του πληθωρισμού στο 0,7% τον Οκτώβριο 2013 και πιθανή αρνητική τάση). 

Ο συνδυασμός αύξησης της ανεργίας και μείωσης ή «παγώματος» των μισθών για μεγάλα τμήματα των εργαζομένων, ιδιαίτερα μέσω της επέκτασης της επισφαλούς εργασίας (π.χ. στη Γερμανία οι εργαζόμενοι με mini jobs των 450 ευρώ το μήνα χωρίς υποχρέωση ασφάλισης και φόρων από μεριάς των ίδιων όσο και των εργοδοτών τους, με κρατική κάλυψη μόνο της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, προσεγγίζουν το 1/5 της συνολικής απασχόλησης) οδηγεί σε μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, σε αύξηση της «μαύρης εργασίας» και σε φτωχοποίηση ευρύτερων τμημάτων του πληθυσμού (νεόφτωχοι). Αυτό έχει ως συνεπακόλουθο την αύξηση των επισφαλών δανείων και τον επακόλουθο περιορισμό των τραπεζικών χορηγήσεων, πριν απ’ όλα προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, με αποτέλεσμα να παρατηρείται μείωση των άμεσων επενδύσεων.

 Η παραπάνω εξέλιξη σε συνδυασμό με την προοπτική αναιμικών ρυθμών ανάπτυξης και τις έντονες αβεβαιότητες, έχει ως συνέπεια οι ιδιωτικές επιχειρήσεις να προσπαθούν να βελτιώσουν καταρχήν τους χρηματοοικονομικούς τους δείκτες (μείωση δανείων, επαναγορές ιδίων μετοχών κ.α.) και να ενισχύσουν τη θέση τους μέσω εξαγορών συμπληρωματικών ή ανταγωνιστικών επιχειρήσεων παρά να προχωρούν σε επενδύσεις. Η εμφάνιση φαινομένων αποπληθωρισμού θα ενίσχυε ακόμα παραπέρα αυτή την κατεύθυνση. Όσον αφορά τους ιδιώτες «επενδυτές», η ποσοτική χαλάρωση και η διαμόρφωση των επιτοκίων σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα έχει στρέψει το ενδιαφέρον τους σχεδόν αποκλειστικά στην κερδοσκοπία, σε βραχυπρόθεσμες τοποθετήσεις σε κεφαλαιαγορές και χρηματαγορές, που καταγράφουν πολύ σημαντικές υπεραξίες, σε πλήρη, σχεδόν, αδιαφορία για την «πραγματική» οικονομία.

 Ευρωζώνη: Συντονισμένες πολιτικές λιτότητας και ένταση των ανισοτήτων .

Ενώ όλες οι παραπάνω παρατηρήσεις είναι γνωστές και ορατές στην ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ, αυτή συνεχίζει να θεωρεί την άσκηση της περιοριστικής πολιτικής ως το άγιο δισκοπότηρο της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής της. Κόντρα σε όλα τα δεδομένα, δηλώνει ότι η συνέχιση των πολιτικών λιτότητας, προκαλώντας εξυγίανση των δημοσιονομικών, θα επιφέρει επιπρόσθετα μείωση τόσο της ανεργίας όσο και του ύψους του δημοσίου χρέους, και μάλιστα με τρόπο σταθερό και αποτελεσματικό, με το μεγάλο ιδιωτικό κεφάλαιο να αποτελεί το μοναδικό παράγοντα που είναι σε θέση να προσφέρει βιώσιμη λύση στο πρόβλημα των περιορισμένων επενδύσεων. Η τόνωση της οικονομίας μέσω της ενεργοποίησης και ενίσχυσης του ρόλου ενός ριζικά ανασυγκροτημένου και αναπροσανατολισμένου δημόσιου τομέα, μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, αποκλείεται ως λύση εξόδου από την κρίση. 

Πολύ περισσότερο, όταν τίθεται το ερώτημα «προς όφελος τίνος;». Είναι χαρακτηριστική η αποστροφή για την ανάκαμψη στις ΗΠΑ σε ομιλία του Τζότζεφ Στίγκλιτς στο Συνέδριο της AFL-CIO (13.9.2013): «Ορισμένοι λένε ότι η ύφεση έληξε το 2009. Για τους περισσότερους Αμερικανούς, όμως, αυτό δεν είναι σωστό. Το 95% των κερδών μεταξύ 2009-2012 απορροφήθηκε από το ανώτατο 1%. Οι υπόλοιποι, το 99% δηλ., ποτέ δεν ανέκαμψαν πραγματικά. Περισσότεροι από 20 εκ Αμερικανοί, που θα ήθελαν δουλειά πλήρους απασχόλησης, δεν μπορούν να τη βρουν. Τα εισοδήματα είναι χαμηλότερα απ’ ό,τι πριν από μιάμιση δεκαετία, ο πλούτος της μεσαίας τάξης έχει επιστρέψει στα επίπεδα προ δύο δεκαετιών.» 

 Η εφαρμογή των προγραμμάτων δημοσιονομικής “εξυγίανσης” είχαν – και εξακολουθούν να έχουν – ως κοινό χαρακτηριστικό την υποεκτίμηση του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή, δηλαδή της πραγματικής επίδρασης των περιοριστικών μέτρων στους παράγοντες που συνδιαμορφώνουν και επηρεάζουν το ΑΕΠ (κατανάλωση, επενδύσεις, εισαγωγές και εξαγωγές, εισόδημα, ανεργία κ.α.) και το δημόσιο χρέος. Πολύ περισσότερο, όταν οι πολιτικές λιτότητας ασκούνται συντονισμένα. 

Στην αντίστοιχη περυσινή «Έκθεση σχετικά με το χρέος στον Προϋπολογισμό 2013» (Οκτώβριος 2012), τονίζαμε ότι από την «αυτοκριτική» για λάθος πολλαπλασιαστές, που είχε μόλις και για πρώτη φορά εμφανιστεί στην Έκθεση του ΔΝΤ World Outlook του Οκτωβρίου 2012 - όχι πλέον με βάση οικονομετρικά μοντέλα με εξαιρετικά αμφισβητούμενες υποθέσεις, αλλά με βάση τα εμπειρικά δεδομένα 28 χωρών σε «πρόγραμμα», οι οποίες είχαν κυριολεκτικά «χαντακωθεί» μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008 - το ΔΝΤ, κόντρα στις ίδιες τις διαπιστώσεις του, δεν καταλήγει ότι χρειάζεται να τερματιστεί η πολιτική της λιτότητας. 

Όπως γράφαμε τότε: «Πολύ περισσότερο δεν καταλήγει σε αυτό το μοναδικά λογικό συμπέρασμα όταν, όπως στην περίπτωση της Ευρωζώνης, σε όλες τις χώρες ταυτόχρονα, αν και με διαφορετική ένταση, εφαρμόζονται οι λεγόμενες «περιοριστικές» πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης, και μάλιστα σε περιβάλλον με επιτόκια κοντά στο «μηδέν»: Καθώς η κάθε χώρα δεν υποφέρει μόνο από τις επιπτώσεις της «δικής της» δημοσιονομικής λιτότητας, αλλά δέχεται και την επίδραση απ’ τη διάχυση της συντονισμένης πλέον πολιτικής λιτότητας στο Ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον - αυτό που, τελευταία, διεθνή μέσα ονομάζουν «Σύμφωνο Αυτοκτονίας» -, το ΑΕΠ της δε μειώνεται μόνο απ’ τα εσωτερικά μέτρα δημοσιονομικής «πειθάρχησης» αλλά, κυρίως μέσω των εμπορικών ανταλλαγών, επιπροσθέτως από εκείνα που εφαρμόζονται στις άλλες χώρες. Σε αυτή την περίπτωση – κι αυτό συμβαίνει ήδη στην Ευρωζώνη - εμφανίζεται το λεγόμενο «δημοσιονομικό παράδοξο»: Το χρέος των υπερχρεωμένων χωρών αντί να μειώνεται, αυξάνεται…» 

Στον ενδιάμεσο ένα χρόνο, και παρά τη συνέχιση της επιχείρησης ατσάλινης θεσμικής θωράκισης σε μια τέτοια κατεύθυνση από μεριάς μιας ταχέως «Γερμανοποιούμενης» Ευρωπαϊκής Ένωσης (παραπέρα συμφωνίες για Κανονισμούς και Οδηγίες στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και του Συμφώνου για το ευρώ, με κεντρικό ρόλο στους ευρωπαϊκούς κανονισμούς των λεγόμενων “six-pack” και “two-pack”), υπήρξαν φωνές εμπειρογνωμόνων τόσο του ΔΝΤ όσο και της ΕΕ, που σε «κείμενα εργασίας» τους, δημοσιοποιημένα στο πλαίσιο της «εσωτερικής συζήτησης» των δύο Οργανισμών, εντόπισαν αυτό το πρόβλημα. 

Υπενθυμίζεται ότι την έντονη συζήτηση για την εγκληματική «υποεκτίμηση» του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή στον κόσμο και στη χώρα μας τελικά πυροδότησε, μήνες μετά το World Outook, Έκθεση του επικεφαλής οικονομολόγου του ΔΝΤ κ.O. Blanchard τον Ιανουάριο του 2013.

 Σε ανάλογα συμπεράσματα καταλήγει επίσης πρόσφατη Έκθεση της Κομισιόν (Οκτώβριος 2013) με τίτλο «Fiscal Consolidations and Spillovers in the Euro Area Periphery and Core – Δημοσιονομικές προσαρμογές και η διάχυση των αποτελεσμάτων τους στην περιφέρεια και τον πυρήνα της περιοχής του ευρώ» και συντάκτη τον Jan in’t Veld. Η Έκθεση υπογραμμίζει την τελική αρνητική επίδραση της δημοσιονομικών περιοριστικών μέτρων στην διαμόρφωση βασικών μακροοικονομικών στοιχείων όχι μόνο σε κάθε χώρα σε «πρόγραμμα» ή με εφαρμογή τέτοιων πολιτικών, αλλά και στις χώρες με τις οποίες έχει εμπορικές και άλλες οικονομικές σχέσεις.

 Μελετώντας ιδιαίτερα την περίπτωση της Ισπανίας, η Έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η διάχυση (spill-over effect) της αρνητικής επίδρασης των περιοριστικών μέτρων από το εσωτερικό της στις χώρες, με τις οποίες συναλλάσσεται, αυξάνει κατά μ.ο. κατά 10% τις αρνητικές επιδράσεις των «δικών» τους περιοριστικών μέτρων, με την Πορτογαλία να μετράει ωστόσο ενίσχυση κατά 20% των αρνητικών επιδράσεων από τη δική της «προσαρμογή» λόγω των ιδιαίτερα στενών εμπορικοοικονομικών της σχέσεων με την Ισπανία. Ο Veld «θεμελιώνει» επίσης τη μεγαλύτερη υφεσιακή επίδραση στο ΑΕΠ βραχυμεσοπρόθεσμα απ’ τις περικοπές δαπανών και τη μεγαλύτερη υφεσιακή επίδραση στο ΑΕΠ μακροπρόθεσμα απ’ τις αυξήσεις στη φορολογία, προσδιορίζοντας στην περίπτωση της Ισπανίας το μεν πολλαπλασιαστή από την περικοπή δαπανών στο 1,1, το δε πολλαπλασιαστή από τις αυξήσεις φορολογίας στο 0,5. 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει επίσης το συμπέρασμα του ότι ενώ η διάχυση απ’ τις δημοσιονομικές προσαρμογές στη Γερμανία και στις χώρες του πυρήνα έχουν επιδεινώσει την οικονομική κατάσταση στις χώρες της περιφέρειας, αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, ένα προσωρινό δημοσιονομικό ερέθισμα στις πλεονασματικές χώρες μπορεί να βοηθήσει να ελαττώσουν τα πλεονάσματα τους, η βελτίωση όμως στα τρέχοντα ελλείμματα στην περιφέρεια θα είναι μικρή. Το συνολικό του συμπέρασμα είναι ότι διαδοχικές δημοσιονομικές προσαρμογές συμπίεσαν τα τελευταία χρόνια την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη. Οι ταυτόχρονες, σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, δημοσιονομικές προσαρμογές επιδείνωσαν την ύφεση στις χώρες «σε πρόγραμμα» (Μνημόνια) και στις πιο ευάλωτες χώρες: Ενώ οι μέσοι πολλαπλασιαστές κυμαίνονται μεταξύ 0,5 και 1, ανάλογα με το βαθμό «ανοίγματος» της οικονομίας καθεμιάς απ’ αυτές τις χώρες, η αρνητική διάχυση των επιδράσεων μπορεί να προσθέσει 1,5-2,5 μονάδες στ’ αρνητικά υφεσιακά αποτελέσματα. Για να καταλήξει βέβαια κι αυτός αλά ΔΝΤ, ότι «η ανεύρεση μεγάλων αρνητικών επιδράσεων στην παραγωγή και σημαντικής αρνητικής διάχυσης δε σημαίνει ότι θα έπρεπε να έχει αποφευχθεί η δημοσιονομική προσαρμογή»: Απλώς θα έπρεπε να έχει βρεθεί άλλος ρυθμός, με οπισθοβαρή αντί για εμπροσθοβαρή «προγράμματα» και με την επέκταση τους στο χρόνο, «όταν οι συνθήκες θα έχουν βελτιωθεί και οι πολλαπλασιαστές θα είναι μικρότεροι, δηλ. όταν οι πιστωτικοί περιορισμοί θα έχουν χαλαρώσει και η νομισματική πολιτική θα είναι υποστηρικτική». 

Περιττό να πούμε ότι η έννοια της Ελλάδας ως πρώτο και πρωτοπόρο «πειραματόζωο»-κοινωνικό εργαστήρι για αυτού του είδους τους πειραματισμούς, αποκτά σ’ αυτό το φόντο νέες διαστάσεις. Ανάλογα αυτό ισχύει και για την πρόσφατη δήλωση του Πρωθυπουργού της Ιρλανδίας, της οποίας η δανειακή σύμβαση εκπνέει στις 7 Δεκεμβρίου φέτος, όταν αρνήθηκε να δεχτεί την άμεση γραμμή πίστωσης, που πρότεινε για τη χώρα η Τρόικα, με «αντάλλαγμα» επιπρόσθετα των συμφωνημένων μέτρα λιτότητας 3,1 δις ευρώ, που θα διεύρυναν το συμφωνημένο για το 2014 «πλεόνασμα»: «Δε θ’ αφήσουμε την Ιρλανδική οικονομία να γίνει κάποιου είδους οικονομικό πείραμα για τα γεράκια της λιτότητας… Το μόνο επιχείρημα που προτάθηκε για τις (σ.σ.:ακόμα μεγαλύτερες) περικοπές είναι: Ας δούμε πόσο μακριά μπορεί να πάει το ταχύμετρο. Λοιπόν, δεν είμαστε οικονομικό πείραμα σ’ αυτή τη χώρα.» 

Εντυπωσιακή, για το που βρίσκεται η Ευρώπη μετά από μια 4ετία συντονισμένης λιτότητας με στόχο την ανταγωνιστικότητα για τη δημιουργία «εξωστρεφούς παραγωγικού μοντέλου» είναι η εικόνα της στο κείμενο του Richard Wood στο Ecomonitor «Ευρώπη: Η αποτυχία της πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης». Κάνοντας χρήση των στοιχείων της μελέτης Ιουνίου 2013 του ΟΟΣΑ «Early Estimates of Quarterly Unit Labour Costs”, δείχνει ότι σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία για το κόστος της εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, μεταξύ 2009-2013 σε Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ισπανία αυτό έπεσε ραγδαία, ενώ προβλέπεται συνέχιση της καθοδικής του πορείας, έτσι ώστε το 2014 να έχει επιστρέψει στα επίπεδα του 1999. Το 2014, όμως, το μοναδιαίο κόστος εργασίας στη Γερμανία (χάρη στην «Ατζέντα 2010» και τη νομοθεσία Hartz II του Σρέντερ, που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις Συνασπισμού της Καγκελαρίου Μέρκελ) θα είναι -10% χαμηλότερο απ’ ό,τι ήταν το 1999. Άρα η μισθολογική «προσαρμογή» έχει ακόμα πολύ δρόμο προς τα κάτω. 

Διαπιστώνει επίσης, κάνοντας χρήση των προβλέψεων του ΔΝΤ, ότι - αντίθετα με τη βασική υπόθεση της θεωρίας της πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης - τα επίπεδα τιμών δεν προσαρμόζονται σύμφωνα με τις προδιαγραφές στην πτώση των μισθών. Η αναμενόμενη προσαρμογή των επιπέδων τιμών δε συνέβη στην πραγματικότητα, με αποτέλεσμα κατά τη χρόνια εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας η σχέση μισθών/τιμών να έχει χειροτερέψει. Μπορεί να μειώνεται ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη, αλλά μεταξύ 1999-2014 οι τιμές καταναλωτή στις περισσότερες χώρες της ΕΕ θα έχουν αυξηθεί σωρευτικά μεταξύ 11,2% (Ισπανία) και 19,1% (Εσθονία). Στη Γερμανία, όμως, οι τιμές θα έχουν αυξηθεί σωρευτικά το ίδιο διάστημα λιγότερο, μόνο 9,5%. Κι επειδή οι ονομαστικοί μισθοί θα έχουν πέσει περισσότερο απ’ τις τιμές, μεταξύ 2009-2014 στο Νότο – ως πολιτική έννοια – θα έχουν πέσει όχι μόνο οι ονομαστικοί, αλλά και οι πραγματικοί μισθοί (οι υπολογισμοί είναι από τη μελέτη του 2013 του Ronald Janssen, “Real wages in the Eurozone: Not a Double, but a Continuing Dip”): -2% στην Ιταλία, -4% στην Ιρλανδία, -6% στην Πορτογαλία, -7% στην Ισπανία. Φυσικά πρωταθλητής αναδείχνεται η Ελλάδα, με -22% μείωση των πραγματικών και -50% μείωση των ονομαστικών μισθών μεταξύ 2009-2014 – ένα συμπέρασμα που συμπίπτει απολύτως με την πρόβλεψη του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ στην Ετήσια Έκθεση 2013 «Η Ελληνική Οικονομία και η απασχόληση» (Οκτώβρης 2013). 

Αυτό δε σημαίνει ότι κατά την εύθραυστη, πιθανή αλλά όχι βέβαιη ανάκαμψη της Ευρωζώνης κατά το 2014 η Γερμανία θα παραμείνει με τις σημερινές επιδόσεις της αλώβητες. Παρά τον αναπροσανατολισμό των εξαγωγών της εκτός Ευρώπης μετά την έναρξη των πολιτικών συντονισμένης λιτότητας, κυρίως προς Κίνα και BRICS, το 69% των εξαγωγών της παραμένει προς χώρες της Ευρώπης, το 57% προς τα Κράτη-Μέλη της Ευρωζώνης. Το 2012 η Γερμανία είχε συνολικό έλλειμμα -27 δις από τις εμπορικοοικονομικές της σχέσεις με Ρωσία, Λιβύη και Νορβηγία (εισαγωγές ενέργειας) και επίσης εμπορικό έλλειμμα συνολικά 16,4 δις στις σχέσεις της με Κίνα και Ιαπωνία. Αντίθετα, είχε πλεόνασμα 54,6 δις από τις σχέσεις της με χώρες της Ευρωζώνης, πριν απ’ όλα με Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Κύπρο και Ιρλανδία, εξάγοντας σε αυτές – και όχι μόνο – ελλείμματα. Τα συνεχιζόμενα προβλήματα με τις παραπάνω χώρες και συνολικότερα με την Ευρωζώνη λογικά θα επηρεάσουν και τις γερμανικές προοπτικές, από κοινού με τις ακριβές τιμές ενέργειας και τις αυξανόμενες πιέσεις στις αναδυόμενες αγορές.

 Πολύ περισσότερο, που η εξασθένιση της δυναμικής της ανάκαμψης αυτό το Νοέμβριο 2013, με εξαίρεση τη Γερμανία, με τη Γαλλία να ξαναπροβάλλει ως ο νέος «ασθενής της Ευρώπης» και με ισχυρή πιθανότητα να καταγραφεί ξανά υποχώρηση το ΑΕΠ της Ευρωζώνης κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2013 τροφοδοτούν τελευταίες εκτιμήσεις αναλυτών, π.χ. της Markit, που κατεβάζουν την ανάκαμψη του ΑΕΠ της Ευρωζώνης σε 0,2% και δηλώσεις, σαν αυτές του επικεφαλής οικονομολόγου της Κρις Γουίλιαμσον, ότι: «Φαίνεται ότι η δυναμική της ανάκαμψης έχει χαθεί».

 Η ηγεσία της ΕΕ και της Γερμανίας, αντί να παραδειγματιστούν από το γεγονός ότι η μικρή χρονική παράταση που δόθηκε σε μια σειρά χώρες με «προβλήματα» για την επίτευξη δημοσιονομικών στόχων είχε ως αντίκτυπο την επιστροφή έστω και σε αναιμική ανάπτυξη κατά τη διάρκεια του γ' τριμήνου του έτους, προτιμούν να συνεχίσουν την αδιέξοδη και αναποτελεσματική περιοριστική πολιτική λιτότητας κι εσωτερικής υποτίμησης, με οικονομικά και πολιτικά έντονα αρνητικά αποτελέσματα όχι μόνο για τους Ευρωπαίους εργαζόμενους και τις υπερχρεωμένες χώρες, αλλά και ακόμα και για την ίδια την προοπτική μιας ευρωπαϊκής ανάκαμψης.

  ΕΛΛΑΔΑ: ΟΡΙΑΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ Ή ΥΦΕΣΗ, ΠΛΕΟΝΑΣΜΑ ΚΑΙ ΧΡΕΟΣ 

Ό,τι εκκρεμότητες κι αν μένουν για τακτοποίηση μεταξύ Κυβέρνησης και Τρόικας, σε δύο θέματα φαίνεται να υπάρχει συμφωνία: 

 Ότι η Ελλάδα το 2014 θα περάσει για πρώτη φορά μετά από 6 χρόνια ύφεσης και απώλεια του ¼ του ΑΕΠ της σε οριακή ανάπτυξη και η χώρα θα εμφανίσει αντί για ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, «πρωτογενές πλεόνασμα» το 2013, μια χρονιά πριν αρχίσει η παρέλαση των πλεονασμάτων, που αυξάνονται στο Μεσοπρόθεσμο με μια περίεργη αριθμητική πρόοδο: 2014 1,5% του ΑΕΠ ή περίπου 3 δις, 2015 3% ή περίπου 6 δις, 2015 4,5% ή περίπου 9 δις.  

2014:Οριακή ανάπτυξη ή ύφεση;

 Η, προβλεπόμενη από Τρόικα και κυβέρνηση, οριακή ανάπτυξη +0.6 % για το 2014 βρίσκεται έτσι κι αλλιώς στον αέρα: Η οικονομία της χώρας θα πρέπει να διανύσει μια απόσταση 4,6 ποσοστιαίες μονάδες για να περάσει από την προβλεπόμενη για το 2013 ύφεση -4% στο +0,6% του 2014. Η κυβερνητική αισιοδοξία στηρίζεται σε τρεις παράγοντες, που η πρόσφατη διαχρονική εξέλιξη τους δύσκολα εμπνέει εμπιστοσύνη για τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα: 

Πρώτον, στις άμεσες ιδιωτικές διεθνείς επενδύσεις, στις οποίες ουσιαστικά στηρίζει όλη την αναπτυξιακή της αντίληψη. Παρά τα διαχρονικά πρωθυπουργικά ταξίδια όλων των μνημονιακών κυβερνήσεων, ωστόσο, τις νομοθετικές ρυθμίσεις που έχουν διαλύσει κάθε χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό της χώρας και περιβαλλοντική προστασία υπέρ μιας νέας αντίληψης για ιδιωτική χωροταξία και πολεοδόμηση με βάση τις ατομικές ανάγκες κάθε «επενδυτή» και τη συνεχώς «επιταχυνόμενη» νομοθεσία για τα fast-track, τ’ αποτελέσματα είναι πενιχρά: Στην τριετία 2010-2012 η συνολική σωρευτική εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων και των τριών χρόνων μαζί δεν ξεπέρασε το 1,2% ως ποσοστό του ΑΕΠ. 

Δεύτερον, στις εξαγωγές, σύμφωνα με το (πλήρως αποτυχημένο μέχρι στιγμής) «εξωστρεφές μοντέλο», στο οποίο θα κατέληγε η ελληνική οικονομία «αναμορφούμενη» μέσω της πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης. Εξετάζοντας τις εξαγωγές χωρίς τα πετρελαιοειδή (που οι εξαγωγές τους αυξήθηκαν ως αποτέλεσμα του περιορισμού της εσωτερικής τους ζήτησης), μετά από κάποια αναλαμπή κατά τη 2ετία 2010-2011, ο απολογισμός της επόμενης διετίας 2012-2013 δείχνει μείωση των εξαγωγών κατά -2,3%, ενώ ο απολογισμός του δεκάμηνου του 2013 παραμένει αρνητικός.

 Ο τουρισμός, απαραίτητος σε κάθε εκδοχή ανάπτυξης της Ελλάδας, επηρεάζεται από πολλές διεθνείς παραμέτρους. Καθώς δεν έχει λυθεί κανένα απ’ τα διαρθρωτικά του προβλήματα κι επιπλέον βασίστηκε σε εργασιακό μεσαίωνα το μακρύ καλοκαίρι του 2013, για να πάει ανάλογα καλά και του χρόνου, το πιθανότερο είναι ότι θα πρέπει να υπολογίζει και πάλι σε μεγάλο βαθμό σε γενικευμένη αναταραχή σε γειτονικές χώρες-βασικούς τουριστικούς προορισμούς. 

Και τρίτον, στις ιδιωτικοποιήσεις μιας δημόσιας περιουσίας αποτελούμενη από επιχειρήσεις, υποδομές, ακίνητα και γη - και εδώ με τα μάτια στραμμένα προς το εξωτερικό. Πριν απ’ την κρίση τη διατιμούσαν σε 220-250 δις. Στο αρχικό Μεσοπρόθεσμο του 2011 η Τρόικα και η τότε κυβέρνηση έθεταν στόχο είσπραξης 50 δις μέχρι το 2015, για να εκπέσουν στο περυσινό Μεσοπρόθεσμο στα 20 δις μέχρι το 2020 και 9,6 δις μέχρι το 2016. Με στόχο για το 2013 2,5 δις, το 1 δις έχει ήδη περάσει ως στόχος στο μέλλον και προστεθεί στο πρόγραμμα του 2014 ως «εκτός πραγματικότητας» για φέτος, ενώ οι συνολικές εισπράξεις για τη διετία 2012-2013 δε φαίνεται ότι θα κλείσουν πάνω από 1,4-1,5 δις. Βεβαίως, χρειάζεται κάπως διεστραμμένη σκέψη για να συγκαταλέγεις στους παράγοντες ανάπτυξης τις ιδιωτικοποιήσεις, όταν το όποιο αντίτιμο τους κατατίθεται στον ειδικό λογαριασμό των δανειστών στην ΤτΕ εντός 10 ημερών από την είσπραξη του. Κι όταν υπάρχει η κωδικοποιημένη εμπειρία από τις, ιδιωτικοποιημένες ήδη απ’ τη δεκαετία του ’90, πρώην δημόσιες επιχειρήσεις - ουσιαστικά τα 2/3 του επιχειρηματικού τμήματος του δημόσιου τομέα - με καθολική διαχρονική εικόνα εντελώς διαφορετική: Ελάχιστες νέες επενδύσεις, ευρεία αποεπένδυση με πώληση θυγατρικών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό αλλά και της ακίνητης περιουσίας τους, δραστική μείωση θέσεων εργασίας και αύξηση των τιμολογίων τους. 

Φυσικά, αποτελεί επίσης γρίφος το πώς μπορεί να υπάρξει ανάκαμψη σε μια οικονομία χωρίς ρευστότητα, όπου οι ανακεφαλαιοποιημένες με 48 δισ., λεφτά του λαού, τράπεζες, θα συνεχίσουν να αρνούνται την αναχρηματοδότηση ακόμα και υγειών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, κρατώντας και για το 2014 κλειστές τις στρόφιγγες των δανείων: Σύμφωνα με τα business plan, που υπέβαλλαν στο ΤΧΣ αυτή την περίοδο οι τέσσερις «συστημικές» τράπεζες, κατ’ επιταγή της Τρόικας προβλέπεται και για το 2014 αρνητική πιστωτική επέκταση - προκειμένου, λόγω των «κόκκινων δανείων», η παραπέρα μείωση των χορηγήσεων να οδηγήσει σε βελτίωση της σχέσης δάνεια/καταθέσεις. 

 Η πιστωτική ασφυξία σχετίζεται επίσης με το γεγονός ότι η Τρόικα, σύμφωνα με τελευταία δημοσιεύματα, πιέζει την κυβέρνηση από το θηριώδες ποσόν των 62,5 δις ευρώ που πρέπει να πληρώσει η Ελλάδα για τοκοχρεολύσια το 2014 εφόσον δεν παρθούν μέτρα για το χρέος, τα 40 δις να τα αντλήσει από βραχυχρόνιο δανεισμό με επιτόκιο 4% μέσω εκδόσεων εντόκων γραμματίων, οι μοναδικοί αγοραστές των οποίων είναι οι ελληνικές τράπεζες. Για τις εκδόσεις αυτές οι τράπεζες θα πρέπει να καταβάλλουν στο ελληνικό δημόσιο σχεδόν το σύνολο των κεφαλαίων ανακεφαλαιοποίησης τους, που αποτελούν τμήμα του δημόσιου χρέους, για να προσκομίσουν στη συνέχεια τα γραμμάτια στην ΕΚΤ, απ’ όπου θα πάρουν πίσω αυτό το κεφάλαιο με επιτόκιο 1%. Ο φαύλος κύκλος έλλειψης ρευστότητας οδηγεί σε μόχλευση του υπάρχοντος κεφάλαιου στο 350%, δημιουργώντας συνθήκες τραπεζικής φούσκας, ενώ το Δημόσιο μετακυλύει το πρόβλημα στο 2015, στο οποίο θ’ αναγκαστεί ν’ αναζητήσει με τέτοια μέσα ακόμα μεγαλύτερο ποσό. 

Γενικά, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, για να αποκτήσουν με σταθερότητα θετικό πρόσημο εξαγωγές και επενδύσεις, χρειάζεται άνοδος της διεθνούς οικονομίας. Όσο πιο «εξωστρεφές» είναι το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, δηλ. όσο λιγότερο στηρίζεται στην εσωτερική κατανάλωση και αγορά, τόσο πιο εκτεθειμένο είναι στους διεθνείς ανέμους. Δείξαμε ήδη πόσο εύθραυστη είναι η ανάκαμψη, που πάει να εμφανιστεί στην Ευρωζώνη, και πως φαίνεται, πριν καλά-καλά εμφανιστεί, να έχει χάσει τη δυναμική της. Δείξαμε και τι δρόμος χρειάζεται για να περάσει η Ελλάδα - με την εσωτερική της αγορά να έχει οδηγηθεί εσκεμμένα σε κατάρρευση χάρη στις Μνημονιακές πολιτικές της εσωτερικής υποτίμησης - από την ύφεση σε οριακή ανάπτυξη. Θα πρέπει να πάρουμε υπόψη, επίσης, και τις τελευταίες προβλέψεις του ΟΟΣΑ, 24ωρα πριν την κατάθεση του Προϋπολογισμού, για συνέχιση μιας αβαθούς ύφεσης –0,4% και το 2014, με ανάκαμψη από το 2015. Η πρόβλεψη αυτή βρίσκεται σε συμφωνία με ανάλογες πρόσφατες εκτιμήσεις των βασικών γερμανικών οικονομικών ινστιτούτων και του Ινστιτούτου Levy για ύφεση από -1,5 έως -0,5% κατά περίπτωση.

 Ποιος πληρώνει το πλεόνασμα; 

Σχετικά με το πρωτογενές πλεόνασμα, που για το τρέχον έτος αναβαθμίστηκε από 344 εκ. ευρώ στο Προσχέδιο Προϋπολογισμού σε 812 εκ. στην Εισηγητική Έκθεση: 

Ακόμα και στην περίπτωση που προκύψει με όρους πραγματικότητας κι όχι δημιουργικής λογιστικής, θα πρόκειται για πλεόνασμα φτώχειας και δυστυχίας, καθώς αφαιρεί πρόσθετους πόρους από τον προϋπολογισμό, από μισθούς, συντάξεις, υγεία, παιδεία, πρόνοια, και τους κατευθύνει στην πληρωμή χρέους. Αντλείται δηλ. κατευθείαν από το έλλειμμα στις τσέπες του εργαζόμενου λαού. 

 Εξάλλου, για να εμφανιστεί την επόμενη χρονιά, το 2014, το προβλεπόμενο πλεόνασμα 1,6% του ΑΕΠ ή «παρά κάτι» 3 δις (κι αυτό αναβαθμισμένο κατά 0,1% σε σχέση με στόχο 1,5% στο Μεσοπρόθεσμο), όπως δείξαμε ήδη εισαγωγικά, στον Προϋπολογισμό 2014 απαιτούνται πρόσθετα «μέτρα» 5,3 δισεκατομμυρίων ευρώ, πέρα απ’ τα «παλιά». Αυτά, ωστόσο, δεν είναι όλα: Θα προσαυξηθούν κατά το ποσό που θα συμφωνηθεί τελικά για το λεγόμενο «δημοσιονομικό κενό» του 2014, που η Τρόικα ανεβάζει στο 1,8 και η κυβέρνηση στο 0,5 δις. Στην καλύτερη περίπτωση, δηλ., για κάθε ευρώ αυτού του πλεονάσματος θα αφαιρούνται απ’ την οικονομία και τους ανθρώπους τουλάχιστον 6 ευρώ με μορφή πρόσθετης φορολογίας και περικοπής δαπανών. Θα πρέπει, μάλιστα, να είναι κανείς πολιτικά αφελής για να μην καταλαβαίνει ότι η ίδια πορεία σε σχέση με τα έσοδα και τις δαπάνες του κράτους θα ακολουθείται και στο μέλλον, και μάλιστα πολύ πιο βίαια, προκειμένου να υπάρξουν τα πολύ υψηλότερα πλεονάσματα 6 και 9 δις ευρώ αντίστοιχα το 2015 και το 2016. 

Το πλεόνασμα, έτσι όπως είναι σχεδιασμένο από Τρόικα και κυβέρνηση, δεν αποτελεί μηχανισμό αναδιανομής εισοδήματος υπέρ των συντάξεων, των μισθών και των κοινωνικών αναγκών. Αντίθετα, αναδιανέμει εισόδημα από τους «κάτω» στους «έξω και πάνω», μιας και το σύνολο του προορίζεται για την πληρωμή τοκοχρεολυσίων των δανειστών. Εκεί θα πηγαίνει επιπρόσθετα και το 30% τυχόν υπέρβασης του στόχου, δηλαδή, εφόσον προκύπτει αποτέλεσμα μεγαλύτερο από τον ετήσιο στόχο. 

 Το φετινό, όμως, «πλεόνασμα» για μία και μοναδική χρονιά έχει μια λειτουργία σχεδόν μαγική. Επειδή η πρόβλεψη για το 2013 είναι για ισοσκελισμένο προϋπολογισμό και μηδενικό πλεόνασμα, ό,τι τελικά «επιτευχθεί», θ’ αποτελεί ολόκληρο «υπέρβαση στόχου», γι' αυτό και το 70% του θα μπορούσε όντως να αναδιανεμηθεί – πάντα με τον όρο ότι θα έχουν καλυφθεί και όλοι οι υπόλοιποι μνημονιακοί «όροι» και με την άδεια της Τρόικας. Αυτό, βέβαια, δεν πρόκειται να ξανασυμβεί, καθώς είναι λίγο δύσκολο να φανταστούμε ότι θα έχουμε υπέρβαση έστω και 1 ευρώ πάνω από τα 3, 6 ή και 9 δισ. ευρώ των προγραμματισμένων στόχων για «πλεόνασμα» τα τρία επόμενα χρόνια. Καταλαβαίνουμε έτσι επίσης γιατί ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, που ξέρει πολύ καλύτερα από εμάς, μιας κι αυτός το έχει υπογράψει, ότι ολόκληρο το «πλεόνασμα» προορίζεται κάθε χρόνο για το χρέος, επαναλαμβάνει συνέχεια ότι το 70% του «πλεονάσματος» (κι όχι της «υπέρβασης» του) θα διανεμηθεί του χρόνου στο λαό. Μπορεί αυτό να είναι σε θέση η κυβέρνηση να το κάνει μόνο μια φορά και αυτό το μισό δις περίπου να αφορά ψίχουλα σε σχέση με τα δις που έχει ήδη κόψει και που «κόβει» και πάλι, ποντάρει όμως στο ότι αυτό ο κόσμος δε θα το μάθει. Ή δε θα το μάθει εγκαίρως. Στην κυβέρνηση αρκεί, προφανώς, ότι η μοναδική χρονιά που υπάρχει πιθανότητα ν’ αναδιανεμηθεί, θα είναι σίγουρα χρονιά διπλών, ίσως και τριπλών εκλογών: το 2014. 

 Ανεργία και παραγωγική απαξίωση το 2014: Αύξηση ή μείωση; 

 Πέρα απ’ τα παραπάνω, κάθε δημοσιονομικό πλεόνασμα βαθαίνει την ύφεση και αυξάνει την ανεργία - εκτός εάν ο ρυθμός ανάπτυξης είναι υψηλότερος του πλεονάσματος, πράγμα που δεν προβλέπεται στον Προϋπολογισμό ούτε για το 2013 ούτε για το 2014, πολύ περισσότερο για το 2016, με στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα στο Μεσοπρόθεσμο 4,5%! 

Μια τέτοια πολιτική δύσκολα συνδυάζεται με μείωση του μ.ο. της ανεργίας κατά 1 μονάδα το 2014, πίσω στο 24,5%. Πολύ περισσότερο, όταν η αντίστοιχη πρόβλεψη του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, που ποτέ δεν έχει μέχρι σήμερα πέσει έξω ως προς την εξέλιξη της απασχόλησης, είναι ότι η ανεργία θα κλείσει φέτος στο 29-30% και το 2014 στο ασύλληπτο 31,5%. Δεν υπάρχει σοβαρότερη απόδειξη απ’ αυτό για τ’ ότι, όπως τεκμηριώνει στην Έκθεση του 2013 για την απασχόληση το ΙΝΓΑ/ΓΣΕΕ, η ασκούμενη, μέσω των Μνημονίων, πολιτική εσωτερικής υποτίμησης, που στόχευε στον αναπροσανατολισμό της Ελλάδας από την εσωτερική στη διεθνή οικονομία, έχει αποτύχει και μεταλλαγεί σε πολιτική παραγωγικής υποβάθμισης της ελληνικής οικονομίας, αποεπένδυσης και οριστικής απαξίωσης του 10% από το συνολικά 25% αργούν - λόγω της ύφεσης - παραγωγικό δυναμικό, με οριστική απώλεια και των συνδεδεμένων μαζί του εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας. 

Το (απύθμενο) χρέος

 Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε και το μεγάλο θέμα του χρέους που, σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό 2014, προβλέπεται ότι φέτος θα κλείσει στο 175,5% του ΑΕΠ ή 321 δις και το 2014 στα 320 δις και κατά 1 ποσοστιαία μονάδα μικρότερο, (παίρνοντας υπόψη, βεβαίως, ότι το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αλλάζει κατευθείαν προς τα πάνω, αν δεν υπάρξει θετικό πρόσημο στην εξέλιξη του ΑΕΠ και συνεχιστεί μια, έστω και οριακή, ύφεση). Ούτε υπάρχει καλύτερη απόδειξη για το απύθμενο (μη βιώσιμο) του χρέους, απ’ τ’ ότι το συνολικό χρέος μεταξύ 2013-2014 προβλέπεται να μειωθεί σε απόλυτο νούμερο όλο-όλο κατά 1 δις ευρώ, παρ’ όλο που το 2014 θα πρέπει να πληρωθούν σε τοκοχρεολύσια 62,5 δις ευρώ… 

 Ο Προϋπολογισμός 2014 αντανακλά διακριτικά τα σχέδια της κυβέρνησης: Την υιοθέτηση, αντί για «κούρεμα» - για το οποίο μαίνεται αυτή τη στιγμή η ενδοτροϊκανή διεθνής σύγκρουση -, της πολιτικής προσέγγισης της Γερμανικής οικονομικής πολιτικής, της Κομμισιόν και της ΕΚΤ, την αποκαλούμενη και no casualties, δηλ. όχι απώλειες για τα κράτη-δανειστές και την ΕΚΤ, που προβλέπει ελάφρυνση του χρέους με επιμήκυνση του κατά 30-50 χρόνια μέσω swap και μείωση των επιτοκίων του κοντά στο 0%. Από κει και πέρα, τα σχέδια της κυβέρνησης αρχίζουν να διαφέρουν από κείνα των ευρωπαίων δανειστών. Όσοι έχουν μιλήσει εκ μέρους τους, προκρίνουν 3ο δανειακό πακέτο και τρίτο Μνημόνιο μετά τη λήξη της δανειακής σύμβασης του δεύτερου Μνημόνιου τον Μάιο 2014. Την έξοδο στις αγορές, που προβλέπεται στον Προϋπολογισμό 2014 για το δεύτερο εξάμηνο του 2014, η Τρόικα την βλέπει ως δοκιμαστική, όπως ήταν και οι αντίστοιχες Ιρλανδίας και Πορτογαλίας. Με άλλα λόγια, ως πολιτική των 2/3 της Τρόικας εμφανίζεται η εξυπηρέτηση του χρέους με ένα συνδυασμό μειωμένων τοκοχρεολυσίων, ψηλών ελληνικών πρωτογενών πλεονασμάτων, ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας μέσω ιδιωτικοποιήσεων και πάλι για 2-3 χρόνια δανειακών δόσεων, που θα επιστρέφουν κατά 100% στους ίδιους. 

Τρεις παρατηρήσεις:

 Πρώτο, ΕΕ και ΕΚΤ, και από κοντά η ελληνική κυβέρνηση, περνούν σε άλλα κριτήρια αντιμετώπισης του χρέους: Από τη βιωσιμότητα στην «εξυπηρετησιμότητα». Έτσι ένα μη βιώσιμο χρέος δε θα απασχολεί πλέον ως τέτοιο, εφόσον μπορούν να πληρώνονται τα τοκοχρεολύσια με οποιοδήποτε τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται ποτέ ν’ απαλλαγεί απ’ τη θηλιά του χρέους και να καταφέρει να σταθεί ξανά στα πόδια της, όσα χρόνια κι αν περάσουν. 

Δεύτερο, ακόμα και αν δεν εμφανιστεί Τρίτο Μνημόνιο, και συμφωνηθεί η κυβέρνηση να επιχειρήσει την εξυπηρέτηση ενός χρέους που έχει επιμηκυνθεί και «ελαφρύνει» μέσω συνδυασμού υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και δανείων απ’ τις αγορές – που θα πρέπει ωστόσο να έχουν επιτόκια κάτω από 5%, εφόσον με 6,1% επιτόκιο η χώρα μπήκε στο Μνημόνιο -, ο ισχυρισμός ότι μια τέτοια τροπή σημαίνει απαλλαγή από τα Μνημόνια και τους μνημονιακούς όρους, άρα δυνατότητα να υπάρξει ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης, αποτελεί αποκύημα της κυβερνητικής φαντασίας: 

-Κατ’ αρχήν, η δανειακή σύμβαση με το ΔΝΤ τελειώνει το 2016.

 -Δεύτερο, οι μνημονιακοί όροι είναι έτσι κι αλλιώς πλήρως ποσοτικοποιημένοι μέσω του Μεσοπρόθεσμου μέχρι το 2016, ενώ μέσα στους επόμενους μήνες το Μεσοπρόθεσμο θα επεκταθεί μέχρι το 2017. 

-Τρίτο, σύμφωνα με το δεύτερο Ευρωπαϊκό Κανονισμό του λεγόμενου «two-pack», τον 472/2013, όλες οι χώρες οι οποίες βρίσκονταν σε Μνημόνια τον Μάιο του 2013 και όσες απ’ αυτές «βγουν» από το σχετικό καθεστώς, θα παραμείνουν σε καθεστώς μετα-μνημονιακής “enhanced surveillance” – ενισχυμένης εποπτείας – με υπογραφή Μνημόνιου Μακροοικονομικής Προσαρμογής, έλεγχο από μηχανισμό παρεμφερή με την τρόικα που θα μας επισκέπτεται κάθε 4μηνο, αποφάσεις για «νέα μέτρα» εφόσον αυτά προκύπτουν απ’ τις 4μηνες αξιολογήσεις και μονιμοποίηση στη χώρα task force ανάλογης με αυτή του Ράιχενμπαχ: Για όσο χρονικό διάστημα χρειαστεί μέχρι να αποπληρωθεί το 75% του χρέους!!! Δηλαδή: Μνημόνιο μέχρι πολύ μετά τα μέσα αυτού του αιώνα ή και στο διηνεκές. Σε κάθε περίπτωση, μόνιμη μεταλλαγή της χώρας σε αποικία χρέους… 

Με άλλα λόγια: Δεν υπάρχει άλλος δρόμος – προϋπόθεση για παραγωγική ανασυγκρότηση και για να σταθεί ο εργαζόμενος λαός ξανά στα πόδια του – από τη δραστική περικοπή του χρέους, μορατόριουμ τόκων και πληρωμή με ρήτρα ανάπτυξης – για την Ελλάδα, αλλά και για άλλες χώρες της ΕΕ με μη βιώσιμο χρέος. Το θέμα είναι ότι αυτή η κυβέρνηση αδυνατεί πλήρως ακόμα και να βάλει μια τέτοια πρόταση στο τραπέζι, πολύ περισσότερο να είναι αποφασισμένη να στηριχτεί στο λαό και να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα και όλες τις δυνατές συμμαχίες για να το πετύχει. 

 Ο ΣΥΡΙΖΑ ΚΑΤΑΨΗΦΙΖΕΙ ΤΟΝ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟ 2014 

Μια τέτοια δραστική απαλλαγή απ’ τη θηλιά του χρέους αποτελεί προϋπόθεση για την απελευθέρωση πολύτιμων πόρων: Για ανακούφιση πριν απ’ όλα των ανθρώπων, άνεργων, εργαζόμενων και συνταξιούχων που υποφέρουν περισσότερο από την κρίση. Για την αναθέρμανση της εσωτερικής αγοράς, για την ανακοπή της κατρακύλας της οικονομίας και για σταθεροποίηση της κατάστασης. Πολύ περισσότερο, για να υπάρξει ελπίδα χρηματοδότησης με λογικό κόστος και από κάποιες από τις λεγόμενες «αγορές» για τη δρομολόγηση της αναγκαίας ριζικής παραγωγικής ανασυγκρότησης, ο τρόπος και μόνο που αντιμετωπίζετε στη ζωή και στην Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού 2014 το ζήτημα του χρέους θ’ αρκούσε για την καταψήφιση του. 

Θα καταψηφίσουμε, όμως, τον Προϋπολογισμό του 2014 και επειδή, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, η παρούσα κυβέρνηση συνεχίζει να στέλνει στα σπίτια των ανθρώπων το λογαριασμό των Μνημονίων. Στο διάστημα 2010-2014 θα έχει αφαιρεθεί διαχρονικά, με την παρούσα συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ ως τελευταία στη σειρά των μνημονιακών κυβερνήσεων, από το λαό 33,3 δις από περικοπές δαπανών και 29,6 δις από φορολογία, συνολικά το θηριώδες ποσόν των 62,9 δις: Προκειμένου να μειωθεί το έλλειμμα κατά 31,8 δις. Με άλλα λόγια: Χάρη στη μνημονιακή πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, οι κυβερνήσεις της τελευταίας τετραετίας κατάφεραν να «χάσουν» διαχρονικά, στη «μαύρη τρύπα» της ύφεσης και του χρέους, τα μισά απ’ όσα αφαίρεσαν, έμμεσα ή άμεσα, από τις τσέπες του ελληνικού λαού. 

Το μέλλον και των αγέννητων ακόμα σήμερα ανθρώπων συνδέεται με μια ριζική ανατροπή αυτής της πορείας στην Ελλάδα, που μόνο μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/Αριστεράς, στηριγμένη αποφασιστικά σ’ ένα μαχητικό πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο και ουσιαστικές διεθνείς συμμαχίες, μπορεί να πραγματοποιήσει. Μια ριζικά διαφορετική πορεία, προς όφελος των πολλών, θα μπορούσε ν’ αναγεννήσει την ελπίδα στη χώρα και ν’ αποτελέσει συνάμα θρυαλλίδα για ουσιαστικές αλλαγές στην Ευρώπη
Έκθεση της Ειδικής Εισηγήτριας του ΣΥΡΙΖΑ Νάντιας Βαλαβάνη για τον Προϋπολογισμό 2014 Έκθεση της Ειδικής Εισηγήτριας του ΣΥΡΙΖΑ Νάντιας Βαλαβάνη για τον Προϋπολογισμό 2014 Reviewed by Νάντια Βαλαβάνη on 3:46:00 μ.μ. Rating: 5