Ασφαλιστικό Αλληλέγγυοι με τα παιδιά και τους γονείς μας, στηρίζουμε τον κοινωνικό και καθολικό χαρακτήρα του (12.2008)



ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ: ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΟΙ ΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ 
ΓΟΝΕΙΣ ΜΑΣ, ΣΤΗΡΙΖΟΥΜΕ
ΤΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΟΥ



                 Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Ηράκλειου ΠΑΤΡΙΣ το Δεκέμβριο 2008



Την Τετάρτη, 12 Δεκεμβρίου η Ελλάδα απεργεί και διαδηλώνει για ένα από τα πιο μεγάλα πολιτικά προβλήματα των καιρών μας, για το ασφαλιστικό. Σε πρώτη γραμμή, μάλιστα, μ΄ αιχμή όχι αυτό που με πρώτη ματιά αποτελεί την πιο οξυμένη πτυχή του σήμερα, την ανάγκη ουσιαστικών αυξήσεων στις συντάξεις, όταν το 71% των σημερινών συνταξιούχων «απολαμβάνουν» συντάξεις κάτω των 600 ευρώ και αναγκάζονται να φυτοζωούν χάρη στη βοήθεια των παιδιών τους. Αλλά ουσιαστικά για την ίδια την ύπαρξη ενός συστήματος κοινωνικής ασφάλισης των σημερινών και αυριανών εργαζόμενων, αντρών και γυναικών, και στο μέλλον.


Η κοινωνική ασφάλιση δεν απειλείται πριν απ’  όλα από «αντικειμενικούς» παράγοντες, από «αμείλικτους» αριθμούς και στατιστικές. Δεν κινδυνεύει από την πραγματικότητα του δημογραφικού προβλήματος της μη, έστω και απλής, αναπαραγωγής πλέον του πληθυσμού ή από την αντικατάσταση της ζωντανής εργασίας από τα αυτοματοποιημένα συστήματα και τη γενικότερη άνοδο της παραγωγικότητας, όπως θέλουν να πιστεύουμε. Απειλείται και κινδυνεύει, αντίθετα, από μια πολιτική που με τη μέθοδο της δήθεν «αντικειμενοποίησης» των πολιτικών προβλημάτων και με την επίκληση «μονόδρομων» για τη λύση τους, υποβαθμίζει σε τεχνοκρατικό puzzle, που θα ήθελε να το “λύσουν” οι ειδικοί (βλ. τις κάθε είδους επιτροπές «σοφών») μακριά από οποιαδήποτε μορφή λαϊκού ελέγχου, ένα κεντρικό πρόβλημα. Πρόκειται για πρόβλημα που δεν αφορά αριθμούς, αλλά ανθρώπους, στην πραγματικότητα την ίδια την ανθρώπινη ουσία: Έχει να κάνει με την  επιβίωση του ανθρώπου μέσω της συνέχισης της διαβίωσης του με αξιοπρέπεια όταν δεν θα είναι πια σε θέση να δουλεύει ο ίδιος λόγω ηλικίας ή ασθένειας. Με ευθύνη κι έλεγχο της κοινωνίας και μέσω της στοιχειώδους κοινωνικής οργάνωσης που θα έπρεπε να φροντίζει για τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας της. Κι όχι μ΄ ευθύνη ανεξέλεγκτων ανώνυμων εταιρειών που φροντίζουν με θεσμοθετημένη αδιαφάνεια αποκλειστικά για τα συμφέροντα των (μεγαλο)μετόχων τους.

Η πολιτική του νεοφιλελευθερισμού για το ξήλωμα του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους, με φορέα σήμερα τις κατευθύνσεις ενός σώματος που δεν εκλέγεται και δεν υπόκειται σε οποιεσδήποτε μορφές ελέγχου και λογοδοσίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αποτελεί τραγωδία συνολικά για τους λαούς της Ευρώπης. Για χώρες όμως όπως η Ελλάδα, όπου το κοινωνικό κράτος [ή: το μη μισθολογικό κόστος εργασίας, όπως το ονομάζουν οι οικονομολόγοι] υπήρξε ανέκαθεν ιδιαίτερα αδύναμο, το ξήλωμα των στοιχειωδώς βασικών και στην πραγματικότητα ανεπαρκών, δομών του αποτελεί πραγματική εγκληματική ενέργεια σε βάρος της πλειοψηφίας του λαού.

                                   

                        Ψέματα στην υπηρεσία μιας πολιτικής



Η πραγματικότητα των συντάξεων πείνας και των ανεπαρκέστατων δημόσιων παροχών υγείας και κοινωνικής πρόνοιας στην Ελλάδα δε μπορεί βέβαια ν΄ αποκρυβεί. Παρακολουθώντας όμως πως παίζεται το λεγόμενο «επικοινωνιακό παιχνίδι», δηλαδή η υποκατάσταση της ουσίας της πολιτικής από το «φαίνεσθαι», σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι οι Έλληνες συνταξιοδοτούνται νωρίτερα από κάθε άλλο Ευρωπαίο, δηλ. αφού έχουν δουλέψει λιγότερο και αφού έχουν καταβάλλει, κατά συνέπεια, και λιγότερα ασφάλιστρα (άρα, δικαιολογημένες και οι χαμηλές συντάξεις).

Τίποτα δεν είναι μακρύτερα απ’  την πραγματικότητα, αν κοιτάξουμε τους αριθμούς, που σ΄ αυτή την περίπτωση αποφεύγουν να επικαλεστούν: Σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας της Ε.Ε., της Γιούροστατ, το 2005 ενώ η Ελλάδα βρισκόταν στην προτελευταία θέση από την άποψη των χορηγούμενων συντάξεων (με τελευταία την Πορτογαλία), οι έλληνες (εργαζόμενοι και εργοδότες) πλήρωναν αναλογικά περισσότερες εισφορές (το 34% του κόστους εργασίας, με κοινοτικό μ.ο. το 31%) για  μεγαλύτερο χρονικό διάστημα: Oι έλληνες εργαζόμενοι, συμπεριλαμβανομένων στους υπολογισμούς της Γιούρoστατ και  όλων των «πρόωρων συνταξιοδοτήσεων» των γυναικών, δούλευαν κατά μ.ο.  πριν συνταξιοδοτηθούν 61,7 χρόνια, όταν ο αντίστοιχος μ.ο. της Ε.Ε. «των 25» ήταν ένα ολόκληρο έτος λιγότερο και της Ε.Ε. «των 15» 61,1 χρόνια…

Υπό το φως των αριθμών, λοιπόν, στο προσκήνιο μπαίνουν άλλα ερωτήματα: Εφόσον πληρώνουμε ήδη περισσότερα και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα,   αντί για καθήλωση των σημερινών συντάξεων σ΄ εξευτελιστικά επίπεδα και απόλυτη μείωση των συντάξεων των νεότερων εργαζόμενων (των μετά το 1992 ασφαλισμένων – νόμος Σιούφα 2084/92 και νόμος Ρέππα 3029/02), γιατί να μην μπορούν ν΄ αυξηθούν άμεσα οι συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων και ακόμα ουσιαστικότερα των αυριανών; 

Μας απαντούν «επικοινωνιακά» με άλλη μια ομάδα ψέματα: Η οικονομική κατάσταση των ασφαλιστικών ταμείων είναι τέτοια, ώστε τα μεγαλύτερα απ’  αυτά, το ΙΚΑ και ο ΟΑΕΕ, να δυσκολεύονται να πληρώνουν κάθε μήνα και τις υπάρχουσες συντάξεις. Ενώ, συνυπολογίζοντας και το δημογραφικό πρόβλημα, το 2050 το ασφαλιστικό σύστημα συνολικά λόγω έλλειψης πόρων από την αύξηση των συνταξιούχων και τη μείωση των εργαζόμενων θα έχει καταρρεύσει. Άρα, για πρώτη φορά δε μπορούμε να υπολογίζουμε στη λεγόμενη «αλληλεγγύη των γενιών» (οι κάθε φορά εργαζόμενοι πληρώνουν εν μέρει και για τους συνταξιούχους), την οποία θα πρέπει να επιδιώξουμε να διακόψουμε έτσι κι αλλιώς τώρα, άμεσα, πηγαίνοντας σ΄ ένα άλλο σύστημα ασφάλισης, πολύ λιγότερο κοινωνικό και πολύ περισσότερο ανταποδοτικό («ότι βάζεις, παίρνεις»).  Όλ’  αυτά, από την αντικατάσταση της αρχής της αλληλεγγύης και της καθολικότητας με την αρχή της ατομικής ευθύνης  μέχρι το πως φτάσαμε να διακυβεύεται αυτό, εμφανίζονται ως «φυσιολογικές» και αναπόδραστες εξελίξεις: Διατηρήθηκε στη ζωή περισσότερο απ’  όσο μπορούσε να λειτουργήσει ένα σύστημα το οποίο δεν ανταποκρινόταν πια στις νέες οικονομικές και κοινωνικές πραγματικότητες.



                «Και την αλήθεια θα γνωρίσεις, κι η αλήθεια

                                θα σ΄ ελευθερώσει…»    



 Αριθμοί και κοινή λογική άλλα όμως αποκαλύπτουν.

Το πώς φτάσαμε ως εδώ είναι πριν απ’  όλα ευθύνη και φυσιολογικό αποτέλεσμα των πολιτικών που ακολουθήθηκαν από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ των τριών τελευταίων δεκαετιών: Από τις πολιτικές ληστρικής διαχείρισης των  αποθεματικών των ταμείων έως τις πολιτικές μισθολογικής λιτότητας και περιορισμού των κοινωνικών δαπανών, που κυριάρχησαν ξανά από τα μέσα της δεκαετίας του ’80.

Που θα μας πάει άραγε η πολιτική μείωσης των συντάξεων, αύξησης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και διαχωρισμού των μετά το 1992 εργαζόμενων για τον ουσιαστικό εκμηδενισμό της κοινωνικής τους ασφάλισης που έχει ήδη δρομολογηθεί (νόμοι 1902/1990 και 2084/1992 της ΝΔ, 3029/2002 του ΠΑΣΟΚ και 3371/2005 και πάλι της ΝΔ); Σε συνδυασμό με την πολιτική εξίσωσης παλιότερων και νεότερων ασφαλισμένων, καθώς και «ευγενών» και ελλειμματικών ταμείων προς τα κάτω, που επιχειρεί να περάσει αυτή την περίοδο η νυν κυβέρνηση;

Το κοινωνικό «όραμα» της κυβέρνησης και για το ασφαλιστικό γίνεται πιο ορατό και μπορεί να ερμηνευτεί καθαρότερα στο φόντο της επιχείρησης επιβολής του ευρωπαϊκού μοντέλου «ελαστικών» εργασιακών σχέσεων. Στον πυρήνα του βρίσκεται η υποκατάσταση της πλήρους απασχόλησης  με  (μόνιμου χαρακτήρα) εργασιακές σχέσεις μερικής απασχόλησης συγκεκριμένου και περιορισμένου (και κάθε τόσο διακοπτόμενου) χρονικού ορίζοντα: Ανάλογα με τις ανάγκες των μεγάλων επιχειρήσεων για μεγιστοποίηση των κερδών και με πλήρη υποβάθμιση και παραγνώριση των αναγκών του εργαζόμενου ανθρώπου, άντρα και γυναίκας, πολύ περισσότερο της αυριανής οικογένειας. Σ΄ αυτό το μοντέλο οριακής επιβίωσης  (που εμφανίζεται ως  «οι νέες πραγματικότητες») δεν κολλά βέβαια ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης από την περίοδο που το κράτος και όχι η «αγορά» αναλάμβανε την ευθύνη «να εγγυηθεί» μια ζωή πλήρους απασχόλησης, στην οποία η ανεργία θα ήταν η εξαίρεση κι όχι ο κανόνας, με τα γηρατειά ή την ανικανότητα για εργασία χρηματοδοτημένα από την εργασία του ίδιου του εργαζόμενου αλλά και την αλληλεγγύη των γενιών.

Πιο συγκεκριμένα:

Ως προς τ’  αποθεματικά των Ταμείων: Εδώ πρόκειται για πραγματικά “αμαρτωλές” πολιτικές. Η υποχρεωτική άτοκη κατάθεση τους κατά την περίοδο 1950-1982 οδήγησε σε απώλειες 60-75 δις ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος απ’  αυτά τα χρήματα μετατράπηκαν σε προσωπικό πλούτο των ιδιοκτητών των βιομηχανιών που τα δανείστηκαν με προνομιακό επιτόκιο, υποτίθεται για την ανάπτυξη τους, και κατέληξαν σε προσωπικούς λογαριασμούς στις Ελβετικές τράπεζες, αφήνοντας τις ίδιες τις επιχειρήσεις “προβληματικές”. Μόνο αυτά τα ποσά αν είχαν διασωθεί, ακόμα και στη χαμηλότερη εκδοχή τους, τα ασφαλιστικά ταμεία δε θα αντιμετώπιζαν κανένα πρόβλημα για τον επόμενο μισό αιώνα.

Στη συνέχεια, με τη θεσμοθέτηση της δυνατότητας της επένδυσης μέρους των αποθεματικών σε μετοχές (νόμος 1902/90 επί ΝΔ) χάθηκαν την περίοδο 1999-2002 στο σκάνδαλο του Χρηματιστήριου άλλα 3,5 δις ευρώ. Ενώ μόνο από την πρόσφατη αγορά των (σο)δομημένων ομολόγων (βλ. πόρισμα Ζορμπά) επήλθαν ταχύτατα, μέσα στο 2007, ζημιές 300 εκ. ευρώ και οι μεσάζοντες εισέπραξαν προμήθειες 50 εκ. ευρώ…

Και πάλι ανοίγεται νέο πεδίο δόξης λαμπρό: Η κυβέρνηση φαίνεται ότι αποφάσισε να βάλει στο χέρι τα αποθεματικά των 4 πλεονασματικών ταμείων (γιατρών, δικηγόρων, μηχανικών και δημοσιογράφων), που ξεπερνούν τα 2 δις ευρώ, καθοδηγούμενη από τις ελληνικές τράπεζες, που – σαν να μην έφθαναν τα πάνω από 5 δις ευρώ κέρδη τους το 2007 - τα εποφθαλμιούν διακαώς. Όσο για το ευρύτερο σχέδιο της, επιχειρεί με διαδικασίες «εξπρές» ενοποιήσεων των ταμείων κύριας και επικουρικής ασφάλισης να βάλει συνολικά στο χέρι 31 δις ευρώ, το σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων!

Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα της Wall Street Journal, αμερικάνικες εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων συνταξιοδοτικών ταμείων [πόσες απ’  αυτές είναι ή θα εξελιχθούν σε “Enron”;] εκτιμούν ότι η σημερινή πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης ως προς το ασφαλιστικό δημιουργεί νέες «ευκαιρίες» για τη διεθνή βιομηχανία διαχείρισης κεφαλαίων εισάγοντας στο πεδίο δράσης της τα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία – και ευελπιστούν σε πρωταγωνιστικό ρόλο ως προς τη διαχείριση των αποθεματικών τους…

Ως προς τη χρηματοδότηση του συστήματος:  Η εισφοροδιαφυγή ξεπερνά κατά πολύ τις απώλειες εισφορών λόγω του δημογραφικού προβλήματος. Το 1/6 του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στην Ελλάδα, κυρίως νέοι, γυναίκες και μετανάστες, είναι ανασφάλιστοι. Ενώ χάρη στις «ελαστικές» μορφές απασχόλησης, οι ασφαλισμένοι νέοι και οι γυναίκες δουλεύοντας κατά κανόνα «κανονικά» ωράρια, παίρνουν μισό ένσημο. Υπολογίζεται ότι απ’  την εισφοροδιαφυγή της μαύρης εργασίας χάνονται 4 δις ευρώ το χρόνο, τα μισά απ’  τα οποία χάνει το ΙΚΑ.

Τα τελευταία χρόνια με τη φροντίδα του κράτους οι τράπεζες έχουν γίνει «θεσμικοί» εισφοροδιαφυγείς: Με σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων η κυβέρνηση μεταφέρει κατ΄ εφαρμογή του νόμου Ρέππα στο ΙΚΑ-ΤΕΑΜ διάφορα Ταμεία, κυρίως αλλά όχι μόνο των τραπεζοϋπαλλήλων, ως «μαύρες τρύπες» στον ισολογισμό του κυριότερου ασφαλιστικού φορέα, καθώς απαλλάσσει ταυτόχρονα την εργοδοσία, στη συγκεκριμένη  περίπτωση τις Τράπεζες, από τις θεσμοθετημένες υποχρεώσεις τους. Με αυτό τον τρόπο, μετά την ένταξη και του ΤΑΠ-ΟΤΕ στο ΙΚΑ, οι εντάξεις των συγκεκριμένων ταμείων θα κοστίζουν στο ΙΚΑ 1,1 εκατ. ευρώ ετησίως… Τελευταία πρόκληση, η πρόσφατη τροπολογία που χάρισε ως bonus στην ALPHA BANK περισσότερο από 1 δις ευρώ που θα έπρεπε να καταβάλλει για το ασφαλιστικό των υπαλλήλων της.

   Ιδιάζουσα περίπτωση εισφοροδιαφυγής είναι τέλος αυτή του κράτους, το οποίο δεν εκπληρώνει έγκαιρα και πλήρως τις υποχρεώσεις του, και πριν απ’  όλα την απόδοση του 1% του προϋπολογισμού στο ΙΚΑ, που θεσμοθετήθηκε  από το νόμο Σιούφα στο πλαίσιο της τριμερούς χρηματοδότησης προκειμένου να μειωθούν οι εργοδοτικές εισφορές για τους νεότερους, από το 1993, εργαζόμενους. Ο νέος προϋπολογισμός, για παράδειγμα, προβλέπει για το ΙΚΑ 1,9 δις ευρώ αντί για τα 2,24 που θα έπρεπε να του καταβληθούν μέσα στο 2008. Σήμερα το κράτος χρωστά ως εργοδότης στα ασφαλιστικά ταμεία 5,7 δις ευρώ…

Ως προς τη μόνιμη τελική επωδό «δεν υπάρχουν λεφτά»: Λεφτά βέβαια υπάρχουν και μπορούν επιπρόσθετα να βρεθούν.

Με τη σύλληψη της εισφοροδιαφυγής.

Με την υλοποίηση των κρατικών υποχρεώσεων.

Με μια αλλαγή στις προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής. Που θα ξέφευγε από το φαύλο και κατεξοχήν αντιαναπτυξιακό κύκλο της πολιτικής λιτότητας και θ΄ αύξαινε έτσι και τις εισπράξεις των ταμείων. Όχι μέσω της αύξησης του ποσοστού των εισφορών (ούτε οι εργαζόμενοι ούτε η μικρή εργοδοσία, που παλεύει για επιβίωση απέναντι στους κολοσσούς, είναι σε θέση να πληρώσουν περισσότερα), αλλά μέσω ουσιαστικών αυξήσεων των μισθών (που βρίσκονται σήμερα μόλις στο 52% των μέσων ευρωπαϊκών μισθών) και μέσω συγκροτημένης πολιτικής “κόντρα στο κλίμα” για την αύξηση του μεριδίου της πλήρους απασχόλησης.

Με ουσιαστικές περικοπές των στρατιωτικών δαπανών και με φορολόγηση των υπερκερδών τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων.

 Και βέβαια με μια πολιτική ενεργητικής υπεράσπισης των αποθεματικών και των άλλων περιουσιακών στοιχείων των ταμείων από την καταλήστευση και το ξεπούλημα τους.

Τέτοιες πολιτικές μπορούν όχι μόνο ν΄ απομακρύνουν τυχόν κινδύνους «κατάρρευσης» στο μέλλον, αλλά να εξασφαλίσουν και πολύ αξιοπρεπέστερες συντάξεις στο παρόν.



      Άλλες προτεραιότητες και άλλη πολιτική, σε όφελος των

    εργαζομένων, η απάντηση στην ασφαλιστική τρομοκρατία



            Όταν, αρχές του 21ου αιώνα, αναφερόμαστε στο ασφαλιστικό, αναφερόμαστε ουσιαστικά και στο τι κοινωνία και τι μορφής κοινωνική οργάνωση θα θέλαμε να έχουμε στο μέλλον: Μια κοινωνία που στο επίκεντρο της να βρίσκεται ο άνθρωπος και οι ανάγκες του σε ένα περιβάλλον βιώσιμο. Όσο τουλάχιστον αυτό περνά απ’  το χέρι μας από σήμερα, σ΄ επίπεδο κινημάτων και σ΄ επίπεδο πολιτικής παρέμβασης. Αυτό προϋποθέτει ότι σήμερα υπερασπιζόμαστε τον κοινωνικό, καθολικό και αλληλέγγυο χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος, χωρίς διακρίσεις ηλικίας, φύλλου και εθνότητας ή φυλής.

Όταν η κυβέρνηση αναφέρεται στο ίδιο πρόβλημα, αναφέρεται επίσης σε τι μορφή κοινωνίας θα ήθελε να υπάρχει στο μέλλον: Σε  μια εποχή που η τεχνολογία παρέχει για πρώτη φορά τόσο τεράστιες δυνατότητες για την ολόπλευρη απελευθέρωση του ανθρώπου, συμπεριλαμβανόμενων και των λιγότερων ωρών δουλειάς για την παραγωγή του ίδιου ή ψηλότερου επίπεδου κοινωνικού πλούτου, επιχειρείται να χαραχθεί η προοπτική που το σύγχρονο ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα χαρακτηρίζει «επισφαλή απασχόληση για επισφαλή ζωή»… Η αδιαμαρτύρητη αποδοχή από μεριάς των εργαζόμενων μιας τέτοιας πολιτικής θ΄ αποτελούσε έγκλημα απέναντι όχι μόνο σ΄ εμάς τους ίδιους αλλά και στα παιδιά μας και στα παιδιά των παιδιών μας και στα δικά τους παιδιά: Aυτοοί θ΄ απαρτίζουν την κοινωνία του 2050.

Όλη αυτή η μελλοντολογία όμως είναι και κάπως ανόητη. Είναι, κατ΄ αναλογία, σαν να ζούσαμε στο Ηράκλειο του 1964 (εγώ το θυμάμαι, ακόμα τότε μικρό παιδί) και να επιχειρούσαμε να προβλέψουμε και να καθορίσουμε το Ηράκλειο (και τον κόσμο) του 2007. Ποιος θα μπορούσε πραγματικά να προβλέψει τότε τις σύγχρονες ανάγκες αλλά και τις σύγχρονες δυνατότητες; Πολύ περισσότερο που σήμερα οι αλλαγές επιταχύνονται αφάνταστα σε σχέση με τους ρυθμούς αλλαγών της ζωής τότε.

Υπερασπιζόμενοι το σήμερα, κι όχι κάποια αφηρημένα νεοφιλελεύθερης έμπνευσης μαθηματικά μοντέλα για το 2050, υπερασπιζόμαστε όσο αυτό περνάει από το χέρι μας και έναν ανθρώπινο, αυριανό κόσμο. Συμμετέχοντας στην αυριανή απεργία και διαδήλωση και σ΄ όσες άλλες κινητοποιήσεις χρειαστεί παραπέρα.



                                    







 

      
Ασφαλιστικό Αλληλέγγυοι με τα παιδιά και τους γονείς μας, στηρίζουμε τον κοινωνικό και καθολικό χαρακτήρα του (12.2008) Ασφαλιστικό Αλληλέγγυοι με τα παιδιά και τους γονείς μας, στηρίζουμε τον κοινωνικό και καθολικό χαρακτήρα του (12.2008) Reviewed by Νάντια Βαλαβάνη on 3:17:00 μ.μ. Rating: 5